“Άμεσο πρόβλημα επαγγελματικής επιβίωσης αποτελεί για χιλιάδες επιχειρηματίες, το θέμα του ακατάσχετου λογαριασμού. Σε μία εποχή που ο κάθε μικρομεσαίος παλεύει για να κρατήσει ζωντανή την επιχείρηση του, οι προϋποθέσεις που υπάρχουν ουσιαστικά οδηγούν σε βίαιη διακοπή λειτουργίας πολλές επιχειρηματικές δραστηριότητες”, υποστηρίζει ο Πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, συμπολίτης μας κ. Γιάννης Χατζηθεοδοσίου.
“Και πώς να μην συμβαίνει αυτό, συνεχίζει, όταν τα έσοδα από συναλλαγές που γίνονται μέσω των POS πάνε κατευθείαν στον τραπεζικό λογαριασμό του επαγγελματία. Εάν όμως υπάρχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές –κάτι που καλείται να αντιμετωπίσει η πλειονότητα των μικρομεσαίων- τότε αυτά τα χρήματα κατάσχονται αμέσως και στον λογαριασμό μένει ποσό έως 1000 ευρώ.
Όπως αντιλαμβάνεται ο καθένας που έχει έστω και μία στοιχειώδη γνώση της αγοράς, υπό αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να συνεχίσει τη δραστηριότητα της καμία επιχειρηματική προσπάθεια, καθώς δεν είναι εφικτή η πληρωμή ακόμα και των ελάχιστων λειτουργικών εξόδων μίας επιχείρησης.
Το τραγικότερο είναι ότι η ίδια η Πολιτεία «σπρώχνει» τους επιχειρηματίες να στραφούν προς τη φοροδιαφυγή καθώς, όπως είναι αντιληπτό, αρκετοί αναγκάζονται να ρίχνουν πολύ τις τιμές και να μην προχωρούν σε συναλλαγές με POS αλλά με μετρητά, προκειμένου να εξασφαλίσουν κάποια μικρά κεφάλαια κίνησης για τη συνέχιση της λειτουργίας της επιχείρησης τους. Δηλαδή, ενώ ο στόχος της κυβέρνησης είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής, το αποτέλεσμα οδηγεί μοιραία σε γιγάντωση της.
Το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών ζητά από το οικονομικό επιτελείο να προχωρήσει άμεσα σε βελτιωτικές αλλαγές στο θέμα του ακατάσχετου λογαριασμού, δίνοντας τη δυνατότητα κίνησης κεφαλαίων που αφορούν άμεσα λειτουργικά κόστη, απαραίτητα για να συνεχίσει τη δραστηριότητα της μία επιχείρηση.
Σε διαφορετική περίπτωση οι συνέπειες θα είναι οδυνηρές όχι μόνο για την επιχειρηματικότητα, αλλά συνολικά για την ελληνική οικονομία, καθώς θα προστεθούν νέες στρατιές ανέργων, ενώ από την αύξηση των «λουκέτων» θα πληγούν άμεσα και τα δημόσια έσοδα”, καταλήγει.