Τη ματωμένη Παρασκευή, που θάβονταν ακόμα οι νεκροί της βάναυσης τιμωρίας των ανεύθυνων Μανδραναίων, στήνονταν οι δαιδαλώλεις υμάντες αναμονής στα πολυκαταστήματα της φτηνής εξαγοράς της καταναλωτικής οίησης. Ω καιροί, Ω ήθη.
Η οργή των καταναλωτών εκδηλώνεται σφοδρότερη, λόγω της εξάντλησης των αποθεμάτων, από την αντίδραση των απεγνωσμένων Μανδραναίων πλημμυροπαθών.
Και να σκεφθεί κανείς πως τα εξαντλημένα αποθέματα θα ξαναπαραχθούν. Η εξαντλημένη όμως υπομονή δεν θα ξανάρθει. Ως πότε άλλωστε, έναντι ποιού;
Μέσα στη λάσπη και τα ορμητικά νερά της αμείλικτης καταιγίδας θάφτηκαν και τα ελάχιστα απομένοντα προσχήματα ενός εγκληματικά ανεύθυνου κράτους, με την όποια μορφή και σε όποιο επίπεδο αυτό εκδηλώνεται.
Κι ούτε ένας, έστω συνειδησιακός αυτοχειριασμός, δηλαδή μια συγνώμη.
Κηρύχθηκε όμως τριήμερο πένθος, κάτι σαν ανακωχή στον πόλεμο, ώστε οι ηττημένοι να θάψουν απερίσπαστοι τους νεκρούς τους, μόνοι τους. Λες και δεν είναι οι θάνατοι αυτοί μια Εθνική Τραγωδία. Σάμπως ο θρήνος αυτός να μην είναι θρήνος για την απώλεια κάθε εμπιστοσύνης στους αδύναμους και αναποτελεσματικούς θεσμούς και στα ακατάλληλα έως ανύπαρκτα πρόσωπα, που τους διαφεντεύουν.
Σε δυο μέρες, το πολύ, θάπρεπε επιταγμένα μηχανήματα και κρατικές υπηρεσίες να είχαν αναλάβει να αποκαταστήσουν τους χώρους και να διαθέσουν τα χρειαζούμενα στους πληγέντες.
Ταυτόχρονα θα έπρεπε να επιταχθούν και εν συνεχεία να απαλλοτριωθούν και να διατεθούν, όσα διαμερίσματα είναι απαραίτητα, στις πληγείσες οικογένειες, για να στεγασθούν άμεσα. Άλλωστε, μαθαίνουμε, ότι 500.000 κενά διαμερίσματα περιλαμβάνει το οικιστικό απόθεμα. Νάτη η μέγιστη χρησιμότητά τους.
Δεν είναι λύση να δοθεί μία ενίσχυση και άτοκα δάνεια για να ξαναφτιάξουν, οι ατυχείς πλημμυροπαθείς, τα σπίτια τους πάνω στο ίδιο ρέμα.
Και μην τολμήσει κανείς να ξαναπεί ότι φταίνε κι αυτοί, που έχτισαν πάνω στο ρέμα, κατά το «όλοι μαζί τα φάγαμε», διότι όλοι αυτοί, όπως και όλη η φτωχολογιά, δεν είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν τον τόπο της κατοικίας τους .
Όσοι το μπόρεσαν, ήδη βρίσκονται αλλού.
Όλους αυτούς, που έχτισαν στο ρέμα και σε όλα τα γκρέμια και τα ρέματα, τους ξέβρασε εκεί, η ανάγκη της ζωής.
Κι εκεί τους έθαψε η αμέλεια των ανευθυνοϋπεύθυνων και τους κράτους, βαθειά, όχι όμως πιστεύω οριστικά την αξιοπρέπεια και τη δύναμη της αγανάκτησης και του δίκιου τους.