1η Μάη: Από τους εργάτες του Σικάγο, στους 200 της Καισαριανής και την γέννηση του Γιάννη Ρίτσου

Η Πρωτομαγιά είναι η ημέρα έχει καθιερωθεί ως παγκόσμια ετήσια γιορτή των εργαζομένων.

Ωστόσο δεν είναι μόνο ο ξεσηκωμός των εργατών του Σικάγο που συνέβη όταν το ημερολόγιο έδειχνε 1η Μάη, καθώς υπάρχουν και άλλες σημαντικές επέτειοι και γεγονότα.

Ο ξεσηκωμός των εργατών στο Σικάγο – 1886

Το 1886 τα εργατικά συνδικάτα των ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη απεργιακών κινητοποιήσεων την 1η Μαΐου 1886 για το οκτάωρο, ωθούμενα από τις επιτυχημένες διεκδικήσεις των Καναδών συναδέλφων τους. Την περίοδο εκείνη το κανονιστικό πλαίσιο εργασίας στις ΗΠΑ ήταν σχεδόν ανύπαρκτο και οι εργοδότες μπορούσαν να απασχολούν το προσωπικό τους κατά το δοκούν, ακόμη και τις Κυριακές.

Στην απεργία πήραν μέρος περίπου 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια των ΗΠΑ. Την Πρωτομαγιά του 1886 έγινε στο Σικάγο η πιο μαχητική πορεία, με τη συμμετοχή 90.000 ανθρώπων. Στην κεφαλή της πορείας ήταν ο αναρχοσυνδικαλιστής Άλμπερτ Πάρσονς, η γυναίκα του Λούσι και τα επτά παιδιά τους.

Το πρώτο αίμα χύθηκε δύο ημέρες αργότερα έξω από το εργοστάσιο ΜακΚόρμικ στο Σικάγο. Απεργοσπάστες προσπάθησαν να διασπάσουν τον απεργιακό κλοιό και ακολούθησε συμπλοκή. Η Αστυνομία και οι μπράβοι της επιχείρησης επενέβησαν δυναμικά. Σκότωσαν τέσσερις απεργούς και τραυμάτισαν πολλούς, προκαλώντας οργή στους εργαζόμενους της πόλης.

Την επομένη αποφασίστηκε συλλαλητήριο καταδίκης της αστυνομικής βίας στην Πλατεία Χεϊμάρκετ. Η συγκέντρωση ήταν πολυπληθής και ειρηνική. Οι αστυνομικές δυνάμεις παρ όλα αυτά πήραν εντολή να διαλύσουν δια της βίας τη συγκέντρωση και τότε από το πλήθος των απωθούμενων διαδηλωτών ρίφθηκε μια χειροβομβίδα προς το μέρος τους, η οποία εξερράγη, σκοτώνοντας έναν αστυνομικό και τραυματίζοντας δεκάδες. Η αστυνομία άνοιξε πυρ κατά βούληση κατά των συγκεντρωμένων, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν τουλάχιστον τέσσερις διαδηλωτές και να τραυματιστεί απροσδιόριστος αριθμός, ενώ έξι αστυνομικοί έχασαν τη ζωή τους από πυρά (φίλια ή των διαδηλωτών παραμένει ανεξακρίβωτο), ανεβάζοντας τον αριθμό τους σε επτά.

Για τη βομβιστική επίθεση, που προκάλεσε τον θάνατο του αστυνομικού, κατηγορήθηκαν οι αναρχοσυνδικαλιστές Άουγκουστ Σπις, Γκέοργκ Έγκελ, Άντολφ Φίσερ, Λούις Λινγκ, Μίκαελ Σβαμπ, Σάμουελ Φίλντεν, Όσκαρ Νίμπι και Άλμπερτ Πάρσονς, που ήταν από τους οργανωτές της διαδήλωσης. Όλοι, εκτός του Πάρσονς και του Φίλντεν, ήταν γερμανοί μετανάστες. Η δίκη των οκτώ ξεκίνησε στις 21 Ιουνίου 1886. Ο εισαγγελέας Τζούλιους Γκρίνελ ζήτησε τη θανατική ποινή και για τους οκτώ κατηγορουμένους, χωρίς να προσκομίσει κανένα στοιχείο που να τους συνδέει με τη βομβιστική επίθεση. Απλώς, είπε ότι οι κατηγορούμενοι ενθάρρυναν με τους λόγους τους τον άγνωστο βομβιστή να πραγματοποιήσει την αποτρόπαια πράξη του, γι’ αυτό κρίνονται ένοχοι συνωμοσίας.

Από την πλευρά της, η υπεράσπιση έκανε λόγο για προβοκάτσια και συνέδεσε τη βομβιστική επίθεση με το διαβόητο πρακτορείο ντετέκτιβ «Πίνκερτον», που συχνά χρησιμοποιούσαν οι εργοδότες ως απεργοσπαστικό μηχανισμό. Οι ένορκοι εξέδωσαν την ετυμηγορία τους στις 20 Αυγούστου 1886 κι έκριναν ενόχους και τους οκτώ κατηγορούμενους. Οι Σπις, Έγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Σβαμπ, Φίλντεν και Πάρσονς καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ο Νίμπι σε κάθειρξη 15 ετών. Μετά την εξάντληση και του τελευταίου ενδίκου μέσου, ο κυβερνήτης της Πολιτείας του Ιλινόις, Ρίτσαρντ Όγκλεσμπι, μετέτρεψε σε ισόβια τις θανατικές ποινές των Σβαμπ και Φίλντεν, ενώ ο Λιγκ αυτοκτόνησε στο κελί του. Έτσι, στις 11 Νοεμβρίου 1887 οι Σπις, Πάρσονς, Φίσερ και Έγκελ οδηγήθηκαν στην αγχόνη, τραγουδώντας τη «Μασσαλιώτιδα». Η δίκη των οκτώ θεωρείται από διαπρεπείς αμερικανούς νομικούς ως μία από τις σοβαρότερες υποθέσεις κακοδικίας στην ιστορία των ΗΠΑ.

Στις 26 Ιουνίου 1893 ο κυβερνήτης του Ιλινόις, Τζον Πίτερ Άλτγκελντ παραδέχθηκε ότι και οι οκτώ καταδικασθέντες ήταν αθώοι και κατηγόρησε τις αρχές του Σικάγου ότι άφησαν ανεξέλεγκτους τους ανθρώπους του «Πίνκερτον». Ως μια ύστατη πράξη δικαίωσης έδωσε χάρη στους φυλακισμένους Φίλντεν, Νίμπε και Σβαμπ. Αυτό ήταν και το πολιτικό του τέλος. Αργότερα, ο επικεφαλής της αστυνομίας του Σικάγου, που έδωσε την εντολή για τη διάλυση της συγκέντρωσης, καταδικάσθηκε για διαφθορά. Μέχρι σήμερα παραμένει ανεξακρίβωτο ποιος ήταν ο δράστης της βομβιστικής επίθεσης.

H 1η Μαΐου καθιερώθηκε ως η Παγκόσμια Ημέρα των Eργατών στις 20 Ιουλίου 1889 κατά τη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου της Δευτέρας Διεθνούς στο Παρίσι

Η Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα

Στη χώρα μας, ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς έγινε το 1893, στην Αθήνα, με πρωτοβουλία του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη. Η 1η Μαΐου ήταν Σάββατο και εργάσιμη. Έτσι, επελέγη η Κυριακή 2 Μαΐου, για να έχει η γιορτή μαζικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με την εφημερίδα «Σοσιαλιστής», που εξέδιδε ο Καλλέργης, στις 5 το απόγευμα της Κυριακής συγκεντρώθηκαν στο Στάδιο πάνω από 2.000 σοσιαλιστές και εργαζόμενοι.

Η «Εφημερίς» τους υπολόγισε μόνο σε 200 και σημείωνε σε άρθρο της: «Οι πλείστοι εξ αυτών ήσαν εργάται, ευπρεπώς κατά το πλείστον ενδεδυμένοι, με ερυθράς κονκάρδας επί της κομβιοδόχης, και πολύ ήσυχοι άνθρωποι. Αυτοί είναι οι πρώτοι σοσιαλισταί εν Ελλάδι, και συνήλθον χθες εις το πρώτον αυτών εν Αθήναις συλλαλητήριον».

Οι συγκεντρωμένοι ενέκριναν ψήφισμα το οποίο είχε ως εξής:

«Συνελθόντες σήμερον την 2 Μαΐου, ημέραν Κυριακήν και ώραν 5 μ.μ. εν τω Αρχαίω Σταδίω, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι μέλη του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» και υπό μισθόν πάσχοντες εψηφίσαμεν:

Α) Την Κυριακήν να κλείωσι τα καταστήματα, καθ’ όλην την ημέραν, και οι πολίται ν’ αναπαύωνται.

Β) Οι εργάται να εργάζωνται 8 ώρας την ημέραν.

Γ) Ν’ απονέμηται σύνταξις εις τους εκ της εργασίας παθόντας και καταστάντας ανικάνους προς διατήρησιν εαυτών και της οικογενείας των.

Δ) Το συμβούλιον του «Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου» να επιδώση το ψήφισμα εις την Βουλήν.»

Το ψήφισμα δόθηκε, τελικά, στον Πρόεδρο της Βουλής την 1η Δεκεμβρίου 1893 από τον Σταύρο Καλλέργη. Στη συνέχεια ανέβηκε στο δημοσιογραφικό θεωρείο και περίμενε με ανυπομονησία από τον Πρόεδρο της Βουλής να το εκφωνήσει. Αυτός κωλυσιεργούσε και «ησχολείτο εις την ανάγνωσιν ετέρων αναφορών προερχομένων εκ διαφόρων προσώπων και πραγματευομένων κατά το μάλλον και ήττον περί ανέμων και υδάτων», όπως έγραψε στον «Σοσιαλιστή».

Ο Καλλέργης διαμαρτυρήθηκε μεγαλοφώνως και με εντολή του Προέδρου συνελήφθη για διατάραξη της συνεδρίασης. Οι στρατιώτες της φρουράς, αφού τον κτύπησαν με τα κοντάκια των όπλων τους, τον μετέφεραν στο αστυνομικό τμήμα, όπου παρέμεινε επί διήμερο. Στις 9 Δεκεμβρίου 1983 δικάστηκε και καταδικάστηκε σε φυλάκιση 10 ημερών, τις οποίες εξέτισε στις φυλακές του Παλαιού Στρατώνα. Με τον περιπετειώδη αυτό τρόπο έληξε και τυπικά ο πρώτος εορτασμός της Εργατικής Πρωτομαγιάς στην

Η Γέννηση του Γιάννη Ρίτσου -1909

Χαράματα Πρωτομαγιάς, πριν 103 χρόνια, σε ένα αρχοντικό της Μονεμβάσιας, γεννήθηκε το τελευαίο παιδί του πλούσιου εμπόρου Ελευθερίου Ρίτσου και της Ελευθερίας, το γένος Βουζαναρά, που έμελλε να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές που έβγαλε αυτός ο τόπος (και όχι μόνο).

Ο Γιάννης Ρίτσος, που παρ ότι γεννημένος αρχοντόπουλο, τάχθηκε με τους εργαζόμενους, με το μόχθο του λαού. Η οικογένειά του δυστύχησε (βαριές αρρώστιες, θανατικά, οικονομική καταστροφή). Ο ίδιος στην εφηβεία ορφάνεψε, πείνασε και δεκαεπτάχρονος χτυπήθηκε από φυματίωση.

Πάμφτωχος πια, ο Γιάννης Ρίτσος, στις 22 Φεβρουαρίου του 1927, λόγω συνεχών αιμοπτύσεων, εισάγεται στο «Σωτηρία», όπου νοσηλεύεται επί τρία χρόνια, σε θαλάμους όπου στοιβάζονται 20 έως 40 φυματικοί. Εκεί γνωρίζει φυματικούς κομμουνιστές εργάτες. Ο πιο αγαπημένος ιδεολογικός «μύστης» του ήταν ο κομμουνιστής Βασίλης Γεράγγελος, τον οποίο εκτέλεσαν στην κατοχή οι ναζί.

Εκείνος τον ώθησε να διαβάσει Μαρξ, Λένιν και άλλους θεωρητικούς. Στο «Σωτηρία», όπου δεν σταματά να γράφει ποιήματα γίνεται αγαπημένος φίλος τής, επίσης, νοσηλευόμενης Μαρίας Πολυδούρη, η οποία του αφιερώνει ένα ποίημά της:

«Πώς με κοιτάς έτσι γλυκά νέο μου ανθάκι χαρωπό
δείχνεις όλες τις χάρες σου σ’ εμέ και δε φοβάσαι.
Αχ, έχω την καρδιά βαρειά μα δε θα σου το πω
γιατί κάλλιο ασυλόγιστο κι ευτυχισμένο να ‘σαι(…)».

Στο «Σωτηρία», ο νεαρός Ρίτσος ερωτεύεται για πρώτη φορά την κόρη της προϊσταμένης νοσοκόμας την Ρουμπίνη. Η Ρουμπίνη του ενέπνευσε την υπέροχη «Εαρινή συμφωνία». Στα χρόνια της «Σωτηρίας» γράφει και δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα περιοδικά: «Φιλολογικό Παράρτημα» της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας», «Εβδομάς», «Ο αγώνας των φυματικών» (δημιούργημα των κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών φυματικών), «Φοιτητική Σημαία», κ.ά.

Αρχές του 1930, μην έχοντας οικονομική δυνατότητα να παραμείνει στο «Σωτηρία», εισάγεται ως άπορος στο «Ασυλο Φυματικών» στην Καψαλώνα Χανίων. Εκεί στις 14/11/1930 γράφει ένα γράμμα που δημοσιεύεται στις 17/11/1930 στην τοπική εφημερίδα «Εφεδρικός Αγών», τονίζοντας, μεταξύ άλλων:

«Σήμερα πια η πονεμένη μας καρδιά αγανάκτησε… Σήμερα στέλνουμε το βογγητό μας να χτυπήσει την καρδιά του Κόσμου που κλείστηκε για μας(…)σήμερα η φωνή μας που ως τώρα βγαίνοντας από το ραγισμένο στήθος μας ψιθύριζε μόνον παράπονα και άκαρπους στεναγμούς(…) σήμερα υψώνει την τελευταίαν επίκλησιν (…) σήμερα χτυπά χάλκινο σήμανδρο καλώντας πλάι μας όσους μες στην καρδιά τους απομένει λίγος ανθρωπισμός, λίγη συμπόνοια για τους δύστυχους συνανθρώπους των, λίγη αγάπη για μας που τόσο άδικα μας κατεδίκασε η μοίρα, για μας που τόσο σκληρά μας πληγώνει η αδιαφορία του κράτους».

Αργότερα, ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε γι’ αυτό το γράμμα: «Στην Καψαλώνα ένιωσα για πρώτη φορά σαν τον εντολοδόχο, τον υπεύθυνο ενός κόσμου. Αυτή ήταν η πρώτη καθαρή πολιτική μου εκδήλωση».

Ενα μήνα μετά τη δημοσίευση του γράμματος, ο Ρίτσος μεταφέρεται στο, διπλανό από το «Ασυλο», σανατόριο του Αγίου Ιωάννου. Εκεί κλιμακώνει την πρώτη του «πολιτική εκδήλωση», δημοσιεύοντας στην τοπική εφημερίδα «Παρατηρητής», κείμενα με τίτλο «Απ’ το ημερολόγιο ενός φθισικού», με την υπογραφή «Ι.Ρ».

Τον Οκτώβρη του 1931, ο ποιητής βγαίνει από το σανατόριο. Ερχεται στην Αθήνα. Νοικιάζει δωμάτιο σε φτωχικό ξενοδοχείο. Απαγορεύεται να δουλέψει για να μην υποτροπιάσει η αρρώστια του. Έτσι, μέχρι τις αρχές του 1933 βοηθιέται οικονομικά από τον σύζυγο της αδελφής του Λούλας. Παρά την εύθραυστη υγεία του, ταγμένος στο πλευρό των εργαζομένων, από τα τέλη του 1931 διευθύνει το καλλιτεχνικό τμήμα της «Εργατικής Λέσχης» του Εργατικού Κέντρου Αθήνας, συμμετέχοντας και σε θεατρικές, χορευτικές, ποιητικές εκδηλώσεις και στη μαντολινάτα της, παίζοντας πιάνο και μαντολίνο, που έμαθε μικρός. Παράλληλα, λίγο αργότερα, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί σε παραστάσεις της θεατρικής ομάδας του ΕΚΑ. Δρα και στη λέσχη των δημοσιοϋπαλληλικών συνδικάτων και στο αριστερό καλλιτεχνικό στέκι «Σαν σουσί», όπου παίζει πιάνο και γνωρίζεται με ομοϊδεάτες του, γνωστούς διανοούμενους και καλλιτέχνες (Παναγής Λεκατσάς, Μενέλαος Λουντέμης, Τάκης Μουζενίδης, Σωτηρία Ιατρίδου, Δανάη Στρατηγοπούλου, κ.ά).

Το 1932, ο ποιητής εντάσσεται στον πολιτιστικό φορέα «Πρωτοπόροι». Ακολουθεί η ένταξη του στο ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του το 1990. Το 1935 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά τη διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη, ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός.

Το 1937 νοσηλεύτηκε στο σανατόριο της Πάρνηθας και τον ίδιο χρόνο, συγκλονισμένος από την αρρώστια της πολυαγαπημένης του αδελφής Λούλας, γράφει την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης. Ο Κωστής Παλαμάς, εντυπωσιασμένος από το ποίημα, έγραψε τους στίχους – εγκώμιο για τον Ρίτσο:

-Γρήγορο αργοφλοίβισμα της γαλάζιας πλάσης
-Να παραμερίσουμε για να περάσης.

Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στη σύμπτυξη. Περνά από τη Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει τη «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που το μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε σαν μέλος του ΚΚΕ στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».

Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σηματοδότησε την περίοδο της διάδοσης της μεγάλης ποίησης στο πλατύ κοινό. Το 1962 ο Ρίτσος επισκέφθηκε τη Ρουμανία και συναντήθηκε με το Ναζίμ Χικμέτ, του οποίου μετέφρασε ποίηματα στα ελληνικά. Κατόπιν πήγε στην Τσεχία και τη Σλοβακία, όπου ολοκλήρωσε την Ανθολογία Τσέχων και Σλοβάκων ποιητών, την Ουγγαρία και τη Λ. Δ. της Γερμανίας. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.
Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.

Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από τη ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.

Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα. Οι μελέτες για ομοτέχνους του, οι πολυάριθμες μεταφράσεις και χρονογραφήματα, καθώς και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν την εικόνα του χαλκέντερου δημιουργού.

Η εκτέλεση των 200 στην Καιριανιανή – 1944

Την Πρωτομαγιά του 1944, οι δυνάμεις κατοχής, σε αντίποινα για την εξόντωση ενός Γερμανού στρατηγού και του επιτελείου του στους Μολάους λακωνίας, εκτέλεσαν στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής 200 κομμουνιστές, που τους πήραν από το στρατόπεδο του Χαϊδαρίου.

Απ’ αυτούς, περίπου 170 ήταν πρώην κρατούμενοι στην Ακροναυπλία και οι υπόλοιποι πρώην εξόριστοι στην Ανάφη. Ο εχθρός είχε κάνει γνωστές τις προθέσεις του λίγες ημέρες πριν, όταν δημοσιοποίησε μέσω του κατοχικού Τύπου και ανάρτησε στους τοίχους των σπιτιών της πρωτεύουσας την εξής ανατριχιαστική ανακοίνωση:

«Την 27.4.1944 κομμουνιστικαί συμμορίαι, παρά τους Μολάους, κατόπιν μίας εξ ενέδρας επιθέσεως, εδολοφόνησαν ανάνδρως ένα Γερμανό στρατηγό και τρεις συνοδούς του αξιωματικούς και ετραυμάτισαν πολλούς Γερμανούς στρατιώτες. Εις αντίποινα θα εκτελεσθούν:
1. Ο τυφεκισμός 200 κομμουνιστών την 1η Μαΐου 1944.
2. Ο τυφεκισμός όλων των ανδρών, τους οποίους θα συναντήσουν τα γερμανικά στρατεύματα επί της οδού Μολάων προς Σπάρτην, έξωθι των χωρίων.
Υπό την εντύπωσιν του κακουργήματος τούτου, Ελληνες εθελονταί (σ.σ. πρόκειται για ταγματασφαλίτες) εφόνευσαν αυτοβούλως 100 άλλους κομμουνιστάς.
Ο στρατιωτικός διοικητής Ελλάδος».

Μόλις γνωστοποιήθηκε η παραπάνω ανακοίνωση, ξεδιπλώθηκε μια τεράστια λαϊκή κινητοποίηση για την αποτροπή της σφαγής.

Οι οργανώσεις του ΚΚΕ και του ΕΑΜ κυκλοφόρησαν αμέσως χιλιάδες «τρικ» και καλούσαν το λαό να σώσουν τους αγωνιστές ομήρους από την εκτέλεση. Σε πολλά εργοστάσια και επιχειρήσεις, οι εργάτες σταμάτησαν τη δουλειά. Στα υπουργεία και τις τράπεζες έγιναν συγκεντρώσεις και με ψηφίσματα προς το Ράλλη και το δήμαρχο απαιτούσαν άμεση επέμβασή τους για τη ματαίωση της σφαγής.

Οι φοιτητές και οι σπουδαστές χύθηκαν στους δρόμους με συνθήματα ενάντια στην τρομοκρατία. Επιτροπές παρουσιάζονταν στις αρχές αδιάκοπα όλη τη μέρα. Στις λαϊκές συνοικίες έγιναν συγκεντρώσεις. Πολλές γυναίκες κρατουμένων ομήρων μαζεύτηκαν στη Μητρόπολη. Ο αρχιεπίσκοπος στο διαμέρισμά του ‘προσευχόταν’ για τη σωτηρία των ψυχών των μελλοθανάτων. Οταν αργά τη νύχτα εμφανίστηκε μπροστά στις απελπισμένες γυναίκες είπε: «Δεν μπορώ να κάνω τίποτα και το μόνο που μου απομένει είναι να παρακαλώ το θεό!..».

Ο ήρωας Ν. Σουκατζίδης

Την παραμονή της εκτέλεσης, οι δυνάμεις κατοχής πήγαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου, όπου και επέλεξαν τα θύματά τους. Στον κατάλογο των θυμάτων, με τον αριθμό 71, υπήρχε το όνομα του Ακροναυπλιώτη Ναπολέοντα Σουκατζίδη.

Ήταν ένας νέος άνθρωπο, καλλιεργημένος, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που όλα αυτά τα χρόνια ήταν η ψυχή των κρατουμένων του στρατοπέδου. Τους εμψύχωνε, τους βοηθούσε στην επικοινωνία με τους δικούς τους ανθρώπους και λόγω του ότι ήταν γνώστης της γερμανικής γλώσσας εκτελούσε και χρέη μεταφραστή για τους συντρόφους του, που ήταν υποχρεωμένοι να έρθουν σε επαφή με τον εχθρό. Τόσο πολύ σπουδαίος ήταν ο Ναπολέων, που είχε υποχρεώσει ακόμη και τους Γερμανούς να τον σέβονται.

Την ώρα λοιπόν που διαβαζόταν ο κατάλογος με τα ονόματα όσων πρόκειται να εκτελεστούν, επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου.

– «Οχι εσύ! Οχι εσύ Ναπολέων! Οχι εσύ!».

– «Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!».

Ωστόσο αυτό δεν ήταν εφικτό. Η εντολή ήταν ότι στο εκτελεστικό απόσπασμα έπρεπε να οδηγηθούν 200 κομμουνιστές. Ο Σουκατζίδης πήρε το δρόμο των συντρόφων του.

Το πρωί της Πρωτομαγιάς του ’44 τους μετέφεραν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα έβαλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως μεταφραστή.

Κάθε χρόνο στο σκοπευτήριο πραγματοποιούνται εκδηλώσεις μνήμης για την θυσία των 200 που όπως έγραφε ο Νίκος Καββαδίας σήκωσαν «ένα αντρίκιο ανάστημα ψηλό σαν το σωρό».

Γράφει ο Δημήτρης Καπετανόπουλος

πηηγή: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ