.
Παρακολουθούμε τον τελευταίο καιρό, να γίνεται πολύς λόγος για τα Πειραματικά Σχολεία (ΠΕΙ.Σ.) στην τοπική μας κοινωνία. Η συζήτηση άνοιξε λόγω του χαρακτηρισμού δύο ακόμα σχολείων, ενός λυκείου κι ενός γυμνασίου, μετά από τα δύο, ενός νηπιαγωγείου κι ενός δημοτικού.
Ακούγονται διάφορες απόψεις, που βεβαίως ιδιαίτερα για την εκπαίδευση είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες, αρκεί όμως να μην περιέχουν ανακρίβειες ή να μην εξαντλούν την ενημέρωση περί του αντικειμένου.
Το πλαίσιο ίδρυσης και λειτουργίας των Πειραματικών Σχολείων καθορίζεται από την σχετική νομοθεσία. Όπως είναι γνωστό τοις πάσι, κάθε νέος νόμος, στοιχειοθετείται με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να πείθεται εξαρχής ότι αποτελεί την οριστική κι αδιαμφισβήτητη λύση στα οποία θέματα σχετίζεται! Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τον νόμο που αφορά στα Πειραματικά Σχολεία.
Τις περισσότερες όμως φορές, όταν η θεωρία συναντά την πράξη, δεν αλλάζουν ούτε κουβέντα!
Αρκεί για παράδειγμα να θυμηθεί κάποιος το πρόσφατο παράδειγμα της ίδρυσης της πανεπιστημιακής αστυνομίας, που κατέληξε, με ήπιους χαρακτηρισμούς, σε πλήρη αποτυχία.
Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής ότι τα Πειραματικά σχολεία είναι Δημόσια Σχολεία, με δωρεάν φοίτηση και παροχή δωρεάν βιβλίων, σημειώσεων κλπ. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι η τεχνική συντήρηση των κτιρίων αποτελεί αποκλειστική ευθύνη των δήμων, με ότι αυτό συνεπάγεται για την εύρυθμη και ασφαλή λειτουργία τους.
Τα Πειραματικά Σχολεία (ΠΕΙ.Σ) είναι συνεπώς σχολεία όπως τα υπόλοιπα, έχουν κατασκευαστεί με χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων κι έχουν ακριβώς την ίδια κατασκευαστική αφετηρία, αφού ξεκίνησαν κατά κύριο λόγω ως μη χαρακτηρισμένα (ΠΕΙ.Σ.). Η ιδέα της ίδρυσής τους, ήταν βασισμένη στο να αποτελέσουν ένα αξιόπιστο μικρό δείγμα σχολείων που θα εφαρμοζόταν σε αρχικό στάδιο νέες μέθοδοι και πρακτικές, οι οποίες σε περίπτωση επιτυχίας, θα διαχέονταν στα υπόλοιπα σχολεία. Στο σχετικό νόμο, περιγράφονται αναλυτικά οι πολύ υψηλοί στόχοι αυτών των σχολείων καθώς και ο τρόπος λειτουργίας τους.
Στην πορεία των χρόνων όμως, οι συνθήκες άλλαξαν, οι δυνατότητες άλλαξαν κι έτσι πλέον, τα σχολεία αυτά, δεν καταφέρνουν να ακολουθούν το σκοπό της ίδρυσής τους, τουλάχιστον όχι εντελώς. Οι λόγοι είναι απλοί και οι περισσότεροι μάλλον γνωστοί.
Αρχικά, έχει καταστεί πλέον στις προτεραιότητες της πολιτείας μια όσο το δυνατόν λιγότερο δαπανηρή εκπαίδευση, οπότε η χρηματοδότησή τους ακολουθεί τους κανόνες όλων των υπολοίπων σχολείων. Η μόνη ίσως σε κάποιες περιπτώσεις διαφοροποίηση είναι ότι μπορούν να ζητήσουν ακόμα κι από τους γονείς να συμβάλουν σε κάποιους τομείς (αγορά λογισμικού, μεταφορά μαθητών κλπ), πράγμα που βεβαίως μπορεί να συμβεί και σε όλα τα υπόλοιπα σχολεία. Η αναφορά κάποιων σε εισροή χρημάτων από συμμετοχή σε προγράμματα ευρωπαϊκά κ.α. επίσης δεν τα διαφοροποιεί, διότι πλέον σχεδόν όλα τα σχολεία “τρέχουν’ πολλά προγράμματα (Erasmus, περιβαλλοντικά, ψυχικής υγείας κλπ κλπ κλπ). Η δε χρηματοδότηση από τα προγράμματα αφορούν κατά κύριο λόγο την υλοποίηση του προγράμματος και όχι λειτουργικά κόστη των σχολείων, όπως ενέργεια, αναλώσιμα κλπ. Βεβαίως, στα πλαίσια των προγραμμάτων μπορεί να μείνει κάποιος εξοπλισμός, όπως κυρίως γινότανε παλαιότερα.
Η οργάνωση ομίλων, πρακτικών από φοιτητές, οργάνωση επιμορφώσεων και λοιπών δράσεων, υλοποιούνται από και σε όλα τα σχολεία, ανεξαρτήτως τον τύπο τους.
Η επιλογή στα (ΠΕΙ.Σ.) γίνεται με κλήρωση από τους αιτούμενους προς φοίτηση μαθητές. Δικαίωμα να καταθέσουν αίτηση έχουν όλοι οι μαθητές των σχετικών τάξεων, ανεξάρτητα από τον τόπο διαμονής τους και κατά βάση, χωρίς κάποια προτεραιότητα μαθητών λόγω εντοπιότητας. Στην ουσία λοιπόν καλείται η εκάστοτε δημοτική αρχή να στηρίξει την εκπαιδευτική διαδικασία ισότιμα προς όλους τους μαθητές, ανεξάρτητα αν μένουν στον οικείο δήμο ή όχι. Κατά τα λοιπά η χρηματοδότηση προέρχεται από τις ίδιες πηγές και τους ίδιους κατά βάση τρόπους όπως και τα υπόλοιπα.
Κάθε δημόσιο σχολείο μπορεί να αιτηθεί τον χαρακτηρισμό του ως ΠΕΙ.Σ. κάθε χρόνο σε προκαθορισμένες προθεσμίες, μετά από αίτημα του Συλλόγου των Εκπαιδευτικών της σχολικής μονάδας ή του Διευθυντή Εκπαίδευσης της οικείας περιοχής. Κάθε άλλος ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στην σχετική απόφαση.
Επίσης, είναι ικανό αλλά όχι αναγκαίο για να χαρακτηριστεί ένα σχολείο ως ΠΕΙ.Σ. να μην έχει ελλείψεις σε εξοπλισμό ή αλλά άλυτα θέματα. Πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχουν τυπικά σχολεία, των οποίων η πληρότητα και η αρτιότητα του εξοπλισμού τους είναι πέρα απο κάθε σύγκριση. Αξίζει να σημειωθεί ότι, εδώ και χρόνια, υπάρχουν σχολεία που διαθέτουν διαδραστικούς πίνακες και άλλο εξαιρετικό εξοπλισμό ηλεκτρονικής π.χ. εκπαίδευσης, δίχως να είναι ΠΕΙ.Σ., όπως υπάρχουν και ΠΕΙ.Σ. με ελάχιστο εξοπλισμό!
Ένας ακόμα αβάσιμος ισχυρισμός, είναι ότι οι εκπαιδευτικοί των ΠΕΙ.Σ. έχουν αυξημένα προσόντα. Τα τελευταία χρόνια και μετά την οικονομική κρίση, οι παλαιότεροι εκπαιδευτικοί που υποτίθεται ότι είχαν τα λιγότερα προσόντα έχουν συνταξιοδοτηθεί. Η επετηρίδα έχει εδώ και χρόνια καταργηθεί και τελεί εν ισχύ το προσόντολόγιο για την πρόσληψη ενός νέου εκπαιδευτικού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι δύσκολα θα βρει κάποιος πλέον εκπαιδευτικό που δεν θα έχει και δεύτερο πτυχίο ή/και ένα ή δύο μεταπτυχιακά ή/και διδακτορικό. Για να μην αναφερθούμε και στις καθημερινές επιμορφώσεις που γίνονται σε κάθε διεύθυνση από τους συμβούλους εκπαίδευσης ή άλλους φορείς. Άρα πρέπει να γίνει σαφές ότι το εκπαιδευτικό προσωπικό βιώνει εξ αντικειμένου την δια βίου μάθηση και πλέον το σύνολο των εκπαιδευτικών διαθέτουν αυξημένα προσόντα. Παρόλα αυτά, δεν είναι για όλους πρώτη επιλογή μια θέση σε ΠΕΙ.Σ. για διάφορους λόγους (προσωπικούς, οικονομικούς, μετακίνησης, αντικειμένου κλπ). Η μεγάλη πλειοψηφία πλέον των εκπαιδευτικών έχουν εξαιρετικά βιογραφικά, συνεργασίες με πανεπιστήμια, ινστιτούτα και μετεκπαιδευτικά κέντρα, ανεξάρτητα από τον τύπο των σχολείων που υπηρετούν. Η αλήθεια είναι όμως πως δεν είναι γενικά πλέον ελκυστικό για έναν εκπαιδευτικό, ακόμη και σε (ΠΕΙ.Σ.) να υπηρετεί ταυτόχρονα σε 2 ή 3 ή 4 ή παραπάνω σχολεία προκειμένου να συμπληρώσει το ωράριό του και με δεδομένο τους τρέχοντες μισθούς. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που την φετινή χρονιά είχαμε πάνω από 5000 παραιτήσεις εκπαιδευτικών, με αποτέλεσμα τις πολλές χαμένες ώρες εκπαίδευσης, σε πάρα πολλά σχολεία όλων των κατηγοριών.
Η εισαγωγή στην εισαγωγική τάξη των Πειραματικών γίνεται με κλήρωση, η οποία πραγματοποιείται με ευθύνη της Διοικούσας Επιτροπής Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων (ΔΕΠΠΣ). Στα συνδεδεμένα σχολεία η εισαγωγή από τη μια βαθμίδα στην άλλη γίνεται αυτοδίκαια. Δεν υπάρχει γεωγραφικός περιορισμός για τη συμμετοχή των μαθητών στη διαδικασία επιλογής ενός ΠΕΙΣ. Είναι άραγε μια “τυχαία” κλήρωση ικανή να διαμορφώσει ένα ιδιαίτερο μαθητικό προσωπικό υψηλού επιπέδου ή τελικά αυτό που μένει είναι μια εικονική ομαδοποίηση ξεχωριστών μαθητών;
Σε κάθε περίπτωση, τα στατιστικά αποτελέσματα εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, απαντούν στο ερώτημα, χωρίς βεβαίως να αποτελεί το βασικότερο των επιχειρημάτων.
Είναι αλήθεια ότι, η αγωνία των γονιών να προσφέρουν τα καλύτερα στα παιδιά τους, οδηγεί την ελληνική κοινωνία να καταθέτει αιτήσεις εισαγωγής στα ΠΕΙ.Σ., χωρίς όμως να έχουν εμπεριστατωμένη άποψη για αυτά. Βεβαίως, κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να απαξιώνει το οποιοδήποτε σχολείο και προφανώς ούτε τα (ΠΕΙ.Σ.), απλά είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε όλοι την θέση και την αξία ενός εκάστου, χωρίς υπερβολές και χωρίς ψευδαισθήσεις.
Πειραματικά Σχολεία λειτουργούσαν μόνο σε τέσσερις περιοχές του λεκανοπεδίου και ένα στα Ιωάννινα, ενώ πλέον έχουν επεκταθεί σε ένα μεγαλύτερο δίκτυο μερικών δεκάδων σχολικών μονάδων σε όλη τη χώρα. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται πλέον πολύ ελκυστικό το να χαρακτηριστεί ένα σχολείο ως ΠΕΙ.Σ., εξού και ο μικρός αριθμός σχολικών μονάδων που κάθε χρόνο ζητούν το χαρακτηρισμό τους. Αρκεί να δούμε τις φετινές σχετικές αιτήσεις. Μεγάλοι γειτονικοί μας δήμοι, όπως το Περιστέρι, το Αιγάλεω, το Χαϊδάρι, ο Κορυδαλλός κλπ δεν έχουν και δεν κινούνται για να έχουν ΠΕΙ.Σ. Και δεν είναι η αιτία όπως λανθασμένα αναφέρεται η “συντεχνία” των εκπαιδευτικών που χάνουν οργανικές ή ξεβολεύονται και άλλα τέτοια κακεντρεχή σχόλια. Οι εκπαιδευτικοί είναι δημόσιοι λειτουργοί και όπου κληθούν να υπηρετήσουν, θα υπηρετήσουν. Η μεγαλύτερη αιτία είναι η ελλειπής χρηματοδότηση. Τα σχολεία δεν είναι ερευνητικά κέντρα να μπορούν να προσελκύσουν χορηγούς. Η πολιτεία έχει την ευθύνη της εκπαίδευσης και της παιδείας των πολιτών. Αιτία επίσης είναι η αύξηση των μαθητών των τμημάτων σε 27 ή 28, όπως πριν πολλά χρόνια. Αυτή είναι η αιτία που μένουν άδειες 3 και 4 αίθουσες σε κάθε σχολείο. Ούτε η υπογεννητικότητα, ούτε οτιδήποτε άλλο.
Και δεν είναι δυνατόν εκπαιδευτικοί τουλάχιστον, να μην θεωρούν ως πρώτη απαίτηση τη μείωση των μαθητών ανά τμήμα, αλλά αντιθέτως να το θέτουν ως επιχείρημα για να “στοιβάζουν” τους μαθητές μιας πόλης σε ένα λύκειο.
Δεν είναι δυνατόν να ακούγεται από τα χείλη εν υπηρεσία διευθύντριας με ιστορία στην πόλη και την εκπαίδευση όπως της πιστώνεται, να ισχυρίζεται ότι με την δημιουργία ενός Πειραματικού σχολείου επιτέλους θα αποκτήσει και η πόλη μας ένα καλό σχολείο!!!
Δηλαδή, μηδενισμός όλου του έργου των σχολείων της πόλης που έγινε τα προηγούμενα χρόνια;
Δηλαδή μέχρι σήμερα δεν είχαμε καλά σχολεία;
Δηλαδή όλοι αυτοί που μιλούσαν για σχολεία της Αγίας Βαρβάρας που είναι δέκα χρόνια μπροστά, έλεγαν ψέματα;
Πώς είναι δυνατόν ένας διευθυντής σχολείου να αυτοακυρώνεται και να ακυρώνει το έργου των συναδέλφων του και των μαθητών του;
Κι αν τελικά είναι τόσο καλά τα πειραματικά σχολεία, ένας διευθυντής που τα υποστηρίζει τόσο ολοκληρωτικά, γιατί δεν επιδίωξε να κάνει το δικό του σχολείο πειραματικό;
Ρητορικά ερωτήματα πειραματικού περιεχόμενου!!!
Πρεντάκης Παντελής