Τις προηγούμενες μέρες έγινε γνωστό ότι περίπου 52.000 πλατάνια έχουν ξεραθεί στην περιοχή των Καλαβρύτων, θύματα της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους, που εξολοθρεύει τεράστιους πληθυσμούς ενός από τα πιο χαρακτηριστικά είδη της ελληνικής χλωρίδας. Το φυλλοβόλο δέντρο που ομορφαίνει ρεματιές και σκιάζει τις πλατείες χωριών και οικισμών αποτελώντας συντροφιά στις συναντήσεις μας, πέφτει θύμα ενός εισαγόμενου παθογόνου, που δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με κάποια θεραπεία.
«Μέχρι στιγμής σε όλη τη νότια Ευρώπη, σε Γαλλία, Ιταλία, Ελλάδα κι αλλού, όπου έχει χτυπήσει τα πλατάνια ο μύκητας Ceratocystis fimbriata f.sp platani, η νέκρωση των δέντρων που προσβάλλονται είναι μαζική. Τα πιο νεαρά και μικρότερα δέντρα ξεραίνονται μέσα σε τρία χρόνια το πολύ, τα μεγαλύτερα μπορεί να αντέξουν πέντε-έξι χρόνια. Δυστυχώς μέχρι τώρα από το είδος του ανατολικού πλατάνου που φύεται στην Ελλάδα, κανένα δέντρο δεν γλιτώνει», λέει στην «Κ» η δασοπόνος – ειδικός επιστήμονας Νικολέτα Σουλιώτη, από το Εργαστήριο Δασικής Παθολογίας του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, του ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ».
Σήμερα στην Ελλάδα η έκταση της «επιδημίας» είναι πολύ μεγάλη, καλύπτει πλέον την Πελοπόννησο, την Ηπειρο, τη Θεσσαλία, την Εύβοια, μεγάλο μέρος της Στερεάς Ελλάδας, την Πιερία, τη Δυτική Μακεδονία. Απρόσβλητες μέχρι στιγμής είναι μόνο περιοχές ανατολικά της Θεσσαλονίκης στη Μακεδονία και τη Θράκη.
«Η ασθένεια εντοπίστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά το 2003 στην περιοχή μεταξύ Ηλείας και Μεσσηνίας και μάλλον εισήχθη από την Ιταλία. Δεν έγινε κατορθωτό να αντιμετωπιστεί επί τόπου ή έστω να περιοριστεί στην Πελοπόννησο, κι αυτό σε μεγάλο βαθμό και λόγω της υποστελέχωσης της δασικής υπηρεσίας γενικά και ειδικά στην Πελοπόννησο», τονίζει η κ. Σουλιώτη. Το 2007-2008 μια δεύτερη εστία της ασθένειας καταγράφηκε στην Ηπειρο. Οπως περιγράφει η ερευνήτρια του ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ», υπήρχε για ένα διάστημα μια επιφύλαξη από τις τοπικές κοινωνίες για το πόσο καταστροφική είναι η ασθένεια και για το εάν πρέπει να προχωρήσουν τα δραστικά μέτρα που πρότειναν οι επιστήμονες, όπως η κοπή των δέντρων που είχαν προσβληθεί. «Χάσαμε χρόνο στην Ελλάδα, αλλά η μάχη έτσι κι αλλιώς ήταν και είναι πολύ δύσκολη. Από ένα σημείο και μετά γίνεται μη διαχειρίσιμη», λέει η δασοπόνος.
«Δεν είναι τυχαίο ότι και στη Γαλλία και στην Ιταλία, που η ασθένεια χτύπησε πολύ νωρίτερα, οι καταστροφές είναι εξαιρετικά διαδεδομένες, παρά τα πολύ αυστηρά μέτρα που έχουν ληφθεί πολλά χρόνια τώρα. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και στο κανάλι του Μιντί, που συνδέει τον Ατλαντικό Ωκεανό με τη Μεσόγειο Θάλασσα, και αποτελεί εμβληματικό σημείο για τη Γαλλία, τα πλατάνια έχουν πάθει μεγάλη καταστροφή σε μήκος πολλών χιλιομέτρων», συμπληρώνει.
.
Από την Αμερική
Το παθογόνο ήρθε στην Ευρώπη την περίοδο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, κατά πάσα πιθανότητα μέσω ξύλινων κιβωτίων μεταφοράς πυρομαχικών από τις ΗΠΑ. Καθώς το παθογόνο προέρχεται από άλλη ήπειρο, από την Αμερική, τα πλατάνια που αναπτύσσονται στην Ελλάδα, κι ευρύτερα στη νότια Ευρώπη, μπορεί να χρειαστούν εκατοντάδες χρόνια ή και περισσότερο για να προσαρμοστούν στο παθογόνο.
Καθώς ο μύκητας Ceratocystis fimbriata f.sp platani μπαίνει μέσα στο ξήλωμα και στο ριζικό σύστημα του δέντρου είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί, ενώ είναι πολύ ανθεκτικός και πολύ μεταδοτικός. «Γι’ αυτό τα μέτρα που προκρίνονται είναι ακραία», υπογραμμίζει η κ. Σουλιώτη.
“Υπάρχει αυστηρό πλαίσιο από την Ε.Ε. για την προστασία τους, αλλά δεν προβλέπονται τα χρηματικά κονδύλια για τις εργασίες, οι οποίες κοστίζουν πολύ”.
Ο πλάτανος φύεται εκεί όπου έχει παρουσία ο άνθρωπος. Από την άλλη, οι δραστηριότητες του ανθρώπου μεταφέρουν το παθογόνο, για παράδειγμα μέσω ενός αλυσοπρίονου ή ενός οχήματος.
«Σήμερα οποιαδήποτε εργασία πρόκειται να γίνει κοντά σε πλατάνια πρέπει να εκτελείται με αυστηρές προδιαγραφές ασφαλείας, έτσι ώστε να εξασφαλίζεται πως κάθε τι που χρησιμοποιείται έχει απολυμανθεί. Κανονικά πρέπει να περάσει η δασική υπηρεσία και να ελέγξει με αυστηρό πρωτόκολλο. Εάν βρεθεί πως δεν τηρούνται οι όροι, επιβάλλονται πολύ αυστηρά πρόστιμα», εξηγεί η κ. Σουλιώτη. Οπως σημειώνει, υπάρχει αυστηρός κανονισμός της Ε.Ε. (από το 2022), που το 2023 έγινε Κοινή Υπουργική Απόφαση στην Ελλάδα.
«Το πρόβλημα είναι πως δεν προβλέπονται τα μέσα, τα χρηματικά κονδύλια για εργασίες που κοστίζουν πολύ. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έχουν δώσει απάντηση για το πού θα βρεθούν τα χρήματα. Το γεγονός πως η ασθένεια έχει πλήξει τον Νότο και συγκεκριμένες χώρες παίζει ρόλο». Ενδεικτικό του κόστους, για παράδειγμα, είναι το ότι η διαχείριση των 52.000 άρρωστων πλατανιών στα Καλάβρυτα υπολογίστηκε πως απαιτεί 20 εκατ. ευρώ.
.
Τι προβλέπεται
Κατ’ αρχάς προβλέπεται αφαίρεση των άρρωστων δέντρων και νέκρωση του ριζικού συστήματος με χρήση ζιζανιοκτόνων. Επειτα, δημιουργία ουδέτερης ζώνης, κόβοντας περιμετρικά όσα δέντρα είναι απαραίτητο, ακόμα κι αν δεν φαίνονται προσβεβλημένα. Επίσης, στην περιοχή που αποψιλώνεται δεν πρέπει να γίνει επαναφύτευση για πολλά χρόνια, που σήμερα δεν γνωρίζουμε πόσα είναι, καθώς το παθογόνο επιβιώνει πολύ και στο έδαφος.
Τι κάνουμε με τα κομμένα πλατάνια; Πρώτον, καύση στο σημείο (κάτι που δεν είναι εύκολο κι έχει κινδύνους). Δεύτερον, υγειονομική ταφή, αφού γίνει μεταφορά με σφραγισμένα φορτηγά. Τρίτον, θερμική κατεργασία του ξηλώματος σε βιομηχανίες, σε θερμοκρασίες που σκοτώνουν τον μύκητα και στη συνέχεια αξιοποίηση του υλικού, για τη δημιουργία ειδών όπως πέλετ, πριονίδι κ.λπ.
«Η δασική υπηρεσία κάνει μελέτες διαχείρισης και προχωράει σε επεμβάσεις, πρόσφατα έγιναν στον Σπερχειό, στον Πηνειό κ.α. Σε συνεργασία με εταιρείες διατίθενται οι κορμοί και μπορεί να υπάρχει και οικονομική κάλυψη εξόδων», σημειώνει η ερευνήτρια του ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ». Βεβαίως σε όλα αυτά υπάρχει το πρόβλημα της υποστελέχωσης και της χαμηλής χρηματοδότησης της δασικής υπηρεσίας.
.
Διατήρηση γενετικού υλικού
Σήμερα είναι σημαντικό να περιοριστεί όσο είναι δυνατόν η εξάπλωση της ασθένειας του μεταχρωματικού έλκους στα πλατάνια, να μην περάσει και στις καθαρές περιοχές. Ταυτόχρονα, η διατήρηση γενετικού υλικού από τα γηγενή πλατάνια είναι ουσιαστική προϋπόθεση για να επιστρέψει το αγαπημένο είδος όταν καθαρίσει το πεδίο.
Πηγή: Εφημερίδα «Καθημερινή»