Άρθρο του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου, Προέδρου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών και Επίτιμου Διδάκτορα του Πανεπιστημίου Πειραιά, στην εφημερίδα “Δημοκρατία” (17/10/2023).
Εδώ και πολλούς μήνες η ακρίβεια των τροφίμων εξελίσσεται σε εφιάλτη για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά, που δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να γεμίσουν το καθημερινό τους τραπέζι.
Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλούν οι συνεχιζόμενες αυξήσεις στις τιμές αγροτικών προϊόντων, παρά τη σχετική βελτίωση συντελεστών κόστους, όπως η ενέργεια, οι τιμές των λιπασμάτων, των ζωοτροφών κ.λπ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, μεταξύ του δεύτερου τριμήνου του 2022 και του δεύτερου τριμήνου του 2023, η μέση τιμή του ελαιολάδου αυξήθηκε κατά 48%, των εσπεριδοειδών κατά 89% και της πατάτας κατά 38%. Η Ελλάδα, μάλιστα, ήταν «πρωταθλήτρια» στην ακρίβεια, καταγράφοντας τη δεύτερη μεγαλύτερη άνοδο της μέσης τιμής των αγροτικών προϊόντων, μετά την Ιρλανδία. Στη χώρα μας, η αύξηση στο ελαιόλαδο φθάνει στο 56%, στο γάλα 32%, στα αυγά 21%, στα φρούτα 16% και στα λαχανικά 13%. Στο επόμενο διάστημα αναμένονται και νέες ανατιμήσεις, εξαιτίας των καταστροφών που προκάλεσαν οι πλημμύρες στη Θεσσαλία.
Οι προοπτικές για αποκλιμάκωση των τιμών στο επόμενο διάστημα είναι κάθε άλλο παρά αισιόδοξες, καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα γίνονται όλο και πιο ορατές στον πρωτογενή τομέα.
Στην Ελλάδα η αύξηση της τιμής του ελαιολάδου λαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, καθώς ένα μεγάλο μέρος της περσινής παραγωγής έχει εξαχθεί χύμα σε άλλες χώρες, ενώ η φετινή παραγωγή αναμένεται να είναι αισθητά μειωμένη, λόγω των άκαιρων βροχοπτώσεων την άνοιξη και στις αρχές του καλοκαιριού.
Σύμφωνα με τις βραχυπρόθεσμες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την παραγωγή βασικών αγροτικών προϊόντων, η παραγωγή ελαιολάδου θα παραμείνει χαμηλή και οι τιμές υψηλές, μείωση αναμένεται και στην παραγωγή δημητριακών, ενώ σε υψηλά επίπεδα θα παραμείνουν οι τιμές σε χοιρινό και μοσχαρίσιο κρέας.
Η ακρίβεια στα προϊόντα του πρωτογενή τομέα φαίνεται ότι θα συνεχίσει για αρκετό καιρό να απασχολεί τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά και να προκαλεί ευρύτερες επιπτώσεις στην πραγματική οικονομία, καθώς αναγκαστικά περιορίζεται η κατανάλωση άλλων αγαθών και υπηρεσιών, πέραν των βασικών.
Είναι απαραίτητο να υπάρξουν παρεμβάσεις σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, για τη συγκράτηση των τιμών και για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων, που προκαλεί η κλιματική αλλαγή.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να εξεταστούν μέτρα, όπως η μείωση του ΦΠΑ στο τυποποιημένο ελαιόλαδο και να ενταθούν οι έλεγχοι για την καταπολέμηση φαινομένων αισχροκέρδειας, αλλά και αθέμιτων και εναρμονισμένων πρακτικών που ανοίγουν την «ψαλίδα» μεταξύ των τιμών παραγωγού και καταναλωτή.
Επιβάλλεται, επίσης, η λήψη μέτρων για την υποστήριξη των αγορών και την ενίσχυση του παραγωγικού δυναμικού του πρωτογενή τομέα, μέσω της καινοτομίας και των νέων τεχνολογιών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να υποστηρίξει νέες επενδύσεις σε τεχνικές προστασίας των υφιστάμενων καλλιεργειών από έντονα καιρικά φαινόμενα, επενδύσεις με στόχο τη μείωση του ενεργειακού κόστους της παραγωγής, σύγχρονες πρακτικές διαχείρισης παρασίτων και ασθενειών κ.λπ.