Ανακοινώθηκε από το υπ. Παιδείας στις αρχές Απριλίου η “αναβάθμιση” του 8ου Δημοτικού Σχολείου και του 13ου Νηπιαγωγείου σε ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ από τη νέα σχολική χρονιά 2023 – 24.
Η είδηση την οποία δημοσιεύσαμε στις 6 τρέχοντος, δεν είναι τόσο απλή υπόθεση, αφού δημιουργεί διάφορες καταστάσεις τόσο στους εκπαιδευτικούς με τις οργανικές τους θέσεις, όσο και στην επιλογή των μαθητών που θα παρακολουθήσουν τα μαθήματα στο 8ο Δημοτικό με τη νέα του δομή, όπως μας πληροφόρησαν, από την πρώτη τάξη.
Μας ενημέρωσαν πως στο νέο 8ο Πειραματικό δημοτικό σχολείο, δεν θα πάνε από τη στιγμή που θα λειτουργήσει με τη νέα του μορφή, όλοι οι μαθητές της περιοχής, αλλά σε αυτό θα πηγαίνουν μαθητές από το 13ο Νηπιαγωγείο, από ολόκληρη την πόλη και πιθανόν εκτός αυτής και σημερινοί μαθητές του, πιθανόν να μεταγραφούν σε άλλα σχολεία.
Ακόμα πληροφορηθήκαμε πως δεν προηγήθηκαν τα προβλεπόμενα πριν την ένταξη του 8ου Δημοτικού στη κατηγορία αυτή.
Επειδή δεν γνωρίζουμε επακριβώς τις συνθήκες που συνέβησαν και που θα επικρατήσουν μελλοντικά, καλό θα είναι οι αρμόδιοι φορείς, Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Δάσκαλοι, Σύλλογος Γονέων και Ένωση Συλλόγων να ενημερώσουν υπεύθυνα, για το τι προηγήθηκε και τι θα συμβεί με τη μετατροπή του 8ου Δημοτικού σε Πειραματικό σχολείο, για να έχουν γνώση και οι γονείς των μαθητών.
Με την ευκαιρία δημοσιεύουμε παλαιότερο ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδας, επί του θέματος:
ΑΣΓΜΕ: ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Κατά την διάρκεια της πανδημίας το Υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση αντί να πάρουν ουσιαστικά μέτρα ώστε να μείνουν τα σχολεία ανοιχτά και ασφαλή για μαθητές κι εκπαιδευτικούς, αξιοποίησαν την πανδημία και τα κλειστά σχολεία για να νομοθετήσουν ότι πιο αντιδραστικό είχαν εδώ και χρόνια στα συρτάρια τους. Ανάμεσα σε άλλες αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις έφεραν και την επέκταση του θεσμού των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων βάζοντας σε εφαρμογή τον νόμο 4692/2020 με τον παραπλανητικό τίτλο «Αναβάθμιση του σχολείου και άλλες διατάξεις».
Η προσπάθεια γενίκευσης των Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων δεν είναι ξεκομμένη από την υπόλοιπη αντιεκπαιδευτική πολιτική. Συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια να ενισχυθεί η διαφοροποίηση, η κατηγοριοποίηση, η δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων. Δεν έχει καμία σχέση με την αναγκαία αναβάθμιση για όλα τα σχολεία ανεξάρτητα από την περιοχή, τις οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες, τη σύνθεση μαθητικού πληθυσμού.
Είναι αυτονόητο ότι είναι διαφορετική η αποστολή των Πρότυπων από τα Πειραματικά Σχολεία. Τα μεν πρώτα (Πρότυπα) αφορούν την «…καλλιέργεια και τη διάχυση της ιδέας και των πρακτικών της αριστείας…» ενώ τα δεύτερα (Πειραματικά) την «… υποστήριξη του πειραματισμού και της πιλοτικής εφαρμογής εκπαιδευτικών καινοτομιών στο εκπαιδευτικό σύστημα…». Για αυτό στα Πρότυπα σχολεία η επιλογή των μαθητών γίνεται έπειτα από εξετάσεις ή με κλήρωση στο Δημοτικό ενώ στα Πειραματικά σε τυχαίο δείγμα του μαθητικού πληθυσμού.
Ο βασικός ρόλος της εκπαιδευτικής διαδικασίας δε θα πρέπει να υποβαθμίζεται στην «εκπαίδευση των λίγων άριστων μαθητών», αλλά να είναι η ανύψωση του μορφωτικού επιπέδου ανεξαιρέτως όλων των παιδιών ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση, τη φυλή, το χρώμα και τη θρησκεία, σύμφωνα με τις σύγχρονες μορφωτικές ανάγκες των παιδιών μας, οι οποίες απαιτούν νέα ασφαλή κτήρια, με ολιγομελή τμήματα και μόνιμο προσωπικό.
Ο πειραματισμός και η καινοτομία αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις για τη συνολική άνοδο της εκπαιδευτικής διαδικασίας, δεν είναι όμως κενές περιεχομένου για το σημερινό σχολείο. Εντάσσονται και αυτές στην εκάστοτε εκπαιδευτική πολιτική, στους στόχους που θέτει, στο σχολείο που θέλει να οικοδομήσει η κάθε κυβέρνηση. Αντί να εξασφαλιστούν ο πειραματικός χαρακτήρας των σχολείων αυτών, η ευρύτητα, όσο το δυνατόν, του δείγματος των μαθητών, η προοπτική να εναλλάσσονται σε εύλογα χρονικά διαστήματα (3 – 6 χρόνια) για τη μεγαλύτερη διασπορά των «καλών πρακτικών» και την εξέταση για την παραπέρα εφαρμογή τους σε πανεθνική κλίμακα, η κυβέρνηση προχωρά χωρίς συγκεκριμένο σχέδιο και με λογικές «εντέλλεσθε» στην ίδρυση τέτοιων σχολείων.
Στην πράξη όμως, τα πειραματικά σχολεία θα λειτουργούν και αυτά ως πρότυπα, χωρίς να εκπληρώνουν τον πραγματικό τους ρόλο πολλές φορές, ή, ακόμα χειρότερα, θα αξιοποιούνται στην προώθηση και τη γενίκευση των αντιεκπαιδευτικών αλλαγών στα υπόλοιπα σχολεία.
Το Υπουργείο Παιδείας και η Κυβέρνηση ταυτίζοντας επί της ουσίας τα Πρότυπα με τα Πειραματικά σχολεία ακυρώνουν τα ίδια τα Πειραματικά σχολεία και όσα αυτά θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να συνεισφέρουν στη δημόσια εκπαίδευση.
Η προσπάθεια για γενίκευση των Πρότυπων και Πειραματικών σχολείων σε κάθε περιοχή με βάση τις πρόσφατες αποφάσεις της κυβέρνησης, η επιλογή και η συγκέντρωση των «καλών» μαθητών πιστεύουμε πως στην πραγματικότητα υποβαθμίζει το σύνολο των σχολείων, ανακατανέμει το μαθητικό δυναμικό, καταργεί τα γεωγραφικά όρια, τα σχολεία της γειτονιάς, ανοίγει το δρόμο για την επιλογή σχολείου από τους γονείς. Αντικειμενικά ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία σχολείων πολλών ταχυτήτων, με διαφορετική χρηματοδότηση, διαφορετικό πρόγραμμα, διαφορετικά μαθήματα.
Αυτά τα σχολεία, θα αξιολογούνται, επίσης, στην απόδοση τους (άρθρο 21, παρ. 3γ). Δηλαδή, θα αξιολογείται το κάθε σχολείο με βάση δείκτες για την μέτρηση της απόδοσης του σχολείου, όπως για παράδειγμα οι βαθμοί και η πρόσβαση στα ΑΕΙ, οι προγραμματιζόμενες δραστηριότητες, οι εκπαιδευτικές δράσεις κλπ. Όμως, η εκπαιδευτική διαδικασία δεν είναι ο έλεγχος και οι βαθμοί των εξετάσεων, αλλά είναι η ολόπλευρη μόρφωση – γνώση για τους μαθητές, η ομαλή κοινωνικοποίησή τους, η διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων με κριτήριο την κοινωνική πρόοδο και ευημερία. Το παιδαγωγικό έργο δεν μπορεί να μετρηθεί με δείκτες και κουτάκια!!! Φυσικά, η έκθεση απόδοσης του σχολείου (εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση) θα αναρτάται στην ιστοσελίδα του σχολείου, έτσι για να μπορεί ο καθένας να ξέρει αν αυτό το σχολείο είναι “καλό” ή όχι ή αν το διπλανό ΠΠΣ είναι “καλύτερο” κλπ…
Η χρηματοδότηση των Προτύπων και Πειραματικών θα γίνεται «από δωρεές, χορηγίες, κληρονομίες, κληροδοσίες και άλλες παροχές τρίτων, καθώς και επιχορηγήσεις από άλλες πηγές». Με άλλα λόγια προβλέπεται από το νομοθετικό πλαίσιο να λειτουργήσουν τα σχολεία με την εμπλοκή και επίσημα των χορηγών, απαλλάσσοντας το κράτος από την ευθύνη λειτουργίας αυτών των σχολείων. Βεβαία, οι χορηγίες και οι δωρεές ποτέ δεν είναι «τζάμπα» και έτσι το άνοιγμα του σχολείου σε εξωσχολικούς και αναρμοδίους με την εκπαιδευτική διαδικασία φορείς (το λεγόμενο «ανοιχτό σχολείο») θα γίνεται και μέσω του «Συμβούλιου Στήριξης Σχολειού». Σε αυτό προβλέπεται να συμμετέχουν δυο «διακεκριμένες προσωπικότητες της τοπικής κοινωνίας» και ένας «εκπρόσωπος τους Δήμου» και ερευνά ποιες είναι οι ανάγκες της τοπικής οικονομίας και βάσει ποιων οικονομικών συμφερόντων θα πρέπει να λειτουργεί το σχολείο.
Ως ΑΣΓΜΕ καλούμε τις Ομοσπονδίες, τις Ενώσεις Γονέων, τους Συλλόγους Γονέων και όλους τους γονείς να αγωνιστούν ενάντια στην κατηγοριοποίηση των σχολείων, να δυναμώσουν, από κοινού με τους εκπαιδευτικούς, τον αγώνα για ουσιαστική αναβάθμιση της εκπαίδευσης για όλα τα παιδιά, για την ικανοποίηση των σύγχρονων μορφωτικών αναγκών των παιδιών μας.