Με διαφορετικές ταχύτητες ο πρώτος γύρος των ανατιμήσεων, που εκτιμάται ότι θα έχει συνέχεια εντός της τρέχουσας χρονιάς. Οι παράγοντες που ασκούν πίεση στις ασφαλιστικές εταιρείες.
Αυξημένα ασφάλιστρα καλούνται να καταβάλουν φέτος τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, προκειμένου να ανανεώσουν τα συμβόλαιά τους, καθώς ο πληθωρισμός έχει ανεβάσει τόσο τα λειτουργικά έξοδα των ασφαλιστικών εταιρειών όσο και το κόστος των αποζημιώσεων που καλούνται να καταβάλουν για λογαριασμό των πελατών τους.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, τα ποσοστά αυξήσεων διαφοροποιούνται συχνά σε σημαντικό βαθμό από εταιρεία σε εταιρεία και από κλάδο σε κλάδο, ανάλογα με την πολιτική μάρκετινγκ που ακολουθεί καθεμία από αυτές, ή ακόμη και από το κατά πόσο «ακριβά» ή «φτηνά» ήταν τα προηγούμενα τιμολόγιά τους.
Στον κλάδο αυτοκινήτου για παράδειγμα, μέσα στο 2023 έχουν παρατηρηθεί αυξήσεις που συνήθως κυμαίνονται μεταξύ του 5% και του 12%. Η ουσία είναι ότι μετά από μια πτώση τιμολογίων της τάξεως του 50% κατά την περίοδο 2010-2021, πριν τη φετινή ανατίμηση είχε προηγηθεί μια άλλη τον Σεπτέμβριο του 2022, που μεσοσταθμικά είχε κινηθεί γύρω στο 5%.
Τα στελέχη της αγοράς υποστηρίζουν πως οι αυξήσεις θα έπρεπε να είχαν ξεκινήσει ήδη από το 2019, ωστόσο αυτές είχαν αναβληθεί λόγω της έλευσης της πανδημίας (μείωση ατυχημάτων λόγω των περιοριστικών κυκλοφοριακών μέτρων που είχαν ληφθεί). Ως αποτέλεσμα, τώρα που ήρθε να προστεθεί και ο παράγοντας του πληθωρισμού, οι ασφαλιστικές εταιρείες αντέδρασαν προκειμένου να μην υποχρεωθούν σε σημαντικές ζημίες στα τεχνικά τους αποτελέσματα.
Δεν λείπουν μάλιστα εκείνοι που θεωρούν απαραίτητη και μια ακόμη αύξηση τιμολογίων μέσα στο 2023, σε περίπτωση που το κόστος των ανταλλακτικών και η συχνότητα των τροχαίων ατυχημάτων εξακολουθήσουν την ανοδική τους πορεία.
Στον κλάδο υγείας, οι φετινές ανατιμήσεις κυμαίνονται συνήθως μεταξύ του 5% και του 10%, όπου στο ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνεται και η επίδραση από την άνοδο της ηλικίας του πελάτη κατά ένα έτος (όσο αυξάνεται η ηλικία τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα εκδήλωσης ασθενειών, άρα τόσο υψηλότερο και το κόστος αποζημιώσεων που καταβάλλουν οι ασφαλιστικές εταιρείες). Οι εταιρείες δείχνουν ιδιαίτερα διστακτικές στο να προχωρήσουν και σε νέες αυξήσεις, καθώς: α) Πρόκειται για τον κλάδο με τον υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης κατά τα τελευταία χρόνια, β) Συναντούν ήδη τη δυσκολία πολλών συμπολιτών μας να αντέξουν το σχετικό κόστος.
Στις καλύψεις κατοικιών, το κόστος ανακατασκευής έχει αυξηθεί κατά 25%, γεγονός που προβληματίζει τις εταιρείες. Έτσι πολλές από αυτές ενημερώνουν τους πελάτες τους για την αύξηση των ασφαλίστρων που θα κληθούν να καταβάλουν, προκειμένου να αποζημιωθούν σωστά σε περίπτωση ατυχήματος (διόγκωση ασφαλισμένου κεφαλαίου), δηλαδή να εισπράξουν ένα ποσό με το οποίο θα μπορούν να επαναφέρουν το ακίνητό τους στην πρότερη κατάσταση. Σε διαφορετική περίπτωση, δεν υπάρχει μεν αύξηση τιμολογίου, πλην όμως η αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας δεν θα επαρκεί για την επισκευή της κατοικίας.
Άνοδος τιμολογίων παρατηρείται συνολικότερα σε όλες τις γενικές καλύψεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τις μικρές, τις μεσαίες και τις μεγάλες επιχειρήσεις, καθώς οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες είτε διαπιστώνουν μια πολύ σημαντική αύξηση στις απαιτούμενες αποζημιώσεις που καταβάλλουν, είτε πιέζονται από τους αντασφαλιστές του εξωτερικού, σε περίπτωση που έχουν επιλέξει να μετακυλίσουν τμήμα ή και το σύνολο του κινδύνου σε αυτές.