ΚΚΕ Κ.Ο.Α.Β.: “Ο κόμπος στο στομάχι να γίνει γροθιά στο σύστημα που γεννά τέρατα και αφήνει απροστάτευτα τα παιδιά”

ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΑΓΙΑΣ ΒΑΡΒΑΡΑΣ ΤΟΥ Κ.Κ.Ε.

Ο κόμπος στο στομάχι να γίνει γροθιά στο σύστημα που γεννά τέρατα και αφήνει απροστάτευτα τα παιδιά

Με το στομάχι σφιγμένο και δικαιολογημένη οργή παρακολουθεί κάθε άνθρωπος που δεν αποδέχεται ως «κανονικότητα» τη σήψη που αποπνέει η επικαιρότητα, τις τελευταίες μέρες, την υπόθεση του κατ’ εξακολούθηση βιασμού ενός 12χρονου κοριτσιού σε μια γειτονιά του Κολωνού, της εκπόρνευσης και της κακοποίησής του από σειρά δραστών.

Αγανάκτηση όμως έχει προκαλέσει και ο δημοσιογραφικός σχολιασμός, αλλά και η αντιπαράθεση ανάμεσα στους εκπροσώπους της κυβέρνησης της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, με ανταλλαγή επιφανειακών και χοντροκομμένων διαξιφισμών στα tweets, σε τηλεοπτικές εκπομπές και στη Βουλή.

Η κάλυψη της υπόθεσης από Μέσα Ενημέρωσης που έφτασαν στο σημείο να δημοσιοποιήσουν φωτογραφία του 12χρονου κοριτσιού, και να ξημεροβραδιάζονται έξω από το σπίτι της για να ανεβάσουν τα ποσοστά της τηλεθέασης, επιδιώκει να «θάψει» κάθε προβληματισμό για τις αιτίες τέτοιων αποκρουστικών εγκλημάτων και να μετατρέψει σε θέαμα τον ανθρώπινο πόνο.

Όπως σε παρόμοιες υποθέσεις του παρελθόντος, έχουν μπει σε λειτουργία μια σειρά μηχανισμοί για να συγκαλυφθεί πάση θυσία το κοινωνικό έδαφος το οποίο γεννάει τους δράστες – «τέρατα» και αφήνει τα παιδιά ευάλωτα στην πολύμορφη βία.

Ανύπαρκτη η προστασία των παιδιών

Τα στιγμιότυπα της σκληρής πραγματικότητας της ανήλικης και των αδερφών της θέτουν στο επίκεντρο την οικονομική και κοινωνική ευαλωτότητα μέσα στην οποία ζουν πολλά παιδιά. Η αντιδραστική πολιτική, που φορτώνει όλα τα βάρη της ανατροφής των παιδιών αποκλειστικά στην οικογένεια, χωρίς καμιά κρατική στήριξη, καταδικάζει τα παιδιά του λαού στη βία της φτώχειας, της εγκατάλειψης του σχολείου, της κακοποίησης.

Ακόμα περισσότερο που τα τελευταία χρόνια γίνεται συστηματική προσπάθεια να νομιμοποιηθεί στη λαϊκή συνείδηση ως αυτονόητη η ύπαρξη παιδικής εργασίας, ακόμα και από την ηλικία των 12 ετών! Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τη νομοθετική διεύρυνση της παιδικής εργασίας, με τη δικαιολογία ότι «ο τουρισμός θέλει χέρια γρήγορα».

Το σκηνικό της φρίκης συμπληρώνουν μια σειρά περιστατικά βιασμών και κακοποίησης τουλάχιστον άλλων τεσσάρων ανήλικων κοριτσιών, που έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέσα στον Οκτώβρη στη χώρα μας.

Μια ματιά στα στοιχεία που δίνει η UNICEF για τη σεξουαλική βία κατά των παιδιών σοκάρει. Υπολογίζεται ότι 120 εκατομμύρια κορίτσια κάτω των 20 ετών έχουν υποστεί κάποια μορφή αναγκαστικής σεξουαλικής επαφής κάποια στιγμή στη ζωή τους. Στις συνθήκες της εκτεταμένη χρήσης της ψηφιακής τεχνολογίας, πολλαπλασιάζονται οι ιστότοποι που αναπαράγουν εικόνες σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Μόνο το 2020 καταγράφηκαν περισσότεροι από 153.000 τέτοιοι ιστότοποι.

Τα κροκοδείλια δάκρυα και η όψιμη ευαισθησία της κυβέρνησης και των άλλων αστικών κομμάτων για την προστασία των θυμάτων δεν μπορούν να κρύψουν τα εμπόδια που συναντά ένα παιδί ή μία γυναίκα προκειμένου να καταγγείλει την κακοποίηση, αντιμετωπίζοντας την αστυνομική αυθαιρεσία και αδιαφορία. Ούτε μπορούν να αποσιωπήσουν τις τεράστιες ελλείψεις στην ολόπλευρη προστασία και στήριξη όλων των παιδιών με ευθύνη του κράτους.

Για ποια προστασία μιλάνε τη στιγμή που το κράτος αποσύρεται όλο και περισσότερο από τη λειτουργία των απαραίτητων δομών για την πρόληψη της βίας και της κακοποίησης, την αντιμετώπιση του τραύματος, την προστασία των κακοποιημένων παιδιών και των παιδιών χωρίς οικογένεια.

Σε συνθήκες ραγδαίας αύξησης της παιδικής κακοποίησης, το Τμήμα Κοινωνικής Εργασίας στον δήμο Αθήνας δέχεται δεκάδες καταγγελίες, μπορεί να ανταποκριθεί όμως μόνο σε ένα ελάχιστο ποσοστό, καθώς δεν διαθέτει το απαραίτητο προσωπικό. Η υπηρεσία για την Παιδική Προστασία αποτελείται από μόλις δύο μόνιμους κοινωνικούς λειτουργούς, ενώ οι υπόλοιποι είναι συμβασιούχοι.

Είναι πρόκληση να κομπάζει η αρμόδια για θέματα Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης υφυπουργός για το κυβερνητικό «έργο» σ’ αυτόν τον τομέα, όταν ακόμα κι αυτές οι ελάχιστες δημόσιες δομές προστασίας παιδιού που έχουν απομείνει είναι αποδεκατισμένες από προσωπικό.

Εξοργιστικό είναι το γεγονός ότι τα ανήλικα παιδιά της οικογένειας της 12χρονης φιλοξενούνται στο Παίδων, δηλαδή σε ένα γενικό παιδιατρικό νοσοκομείο, ακατάλληλο για τη φροντίδα τους. Όπως ανέδειξε το Σωματείο Εργαζομένων στο Κέντρο «Η Μητέρα και Παιδoπόλεις», οι δομές μένουν χωρίς ή με ελάχιστους κοινωνικούς λειτουργούς, ψυχολόγους, παιδίατρους, εργοθεραπευτές, λογοθεραπευτές, φυσικοθεραπευτές, νοσηλευτές, βρεφοκόμους και λοιπό προσωπικό.

Αντίστοιχα, ενώ καταγράφεται μεγάλη αύξηση των αιτημάτων για παιδοψυχίατρο στην Αττική και σε όλη τη χώρα, τα ψυχιατρικά νοσοκομεία είναι αποδεκατισμένα και τα Κέντρα Ψυχικής Υγείας αντιμετωπίζουν ελλείψεις που καθιστούν αδύνατη τη λειτουργία τους. Πώς να στηριχτεί ένα κακοποιημένο παιδί για να επουλώσει τα τραύματά του, όταν σε ολόκληρο το Λεκανοπέδιο υπάρχουν μόνο δύο αυτόνομες μονάδες παιδοψυχιατρικής υγιεινής, ενώ δεν υπάρχει εξειδικευμένο δημόσιο και δωρεάν κέντρο για τη θεραπεία τραύματος.

Η διαχρονική πολιτική της υποχρηματοδότησης και υποστελέχωσης, που ακολουθούν όλες οι κυβερνήσεις, λογαριάζοντας τις σχετικές δαπάνες ως «κόστος», αφήνει το ευαίσθητο πεδίο της παιδικής προστασίας στα χέρια των ΜΚΟ. Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να ξεχνά την εμπλοκή πολλών τέτοιων οργανώσεων σε σκάνδαλα παιδικής κακοποίησης σε διάφορες χώρες ανά την υφήλιο.

Με τη συλλογική δράση χτίζουμε «ασπίδα προστασίας»

Οι αποκαλύψεις για το συγκεκριμένο έγκλημα σκιαγραφούν ένα απολύτως νοσηρό τοπίο. Επιβεβαιώνουν ότι πίσω από τη «βιτρίνα» της εκμεταλλευτικής κοινωνίας θεριεύουν τα «επίσημα» και «ανεπίσημα» κυκλώματα της ακραίας μορφής εκμετάλλευσης και εμπορευματοποίησης του σώματος, της πορνείας, ακόμα και παιδιών, το οργανωμένο έγκλημα.

Είναι μία ακόμα θλιβερή απόδειξη ότι οι αιτίες για τα φρικιαστικά εγκλήματα σε βάρος των ανηλίκων βρίσκονται στην αντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού και στις σάπιες «αξίες» του, όπως είναι η αποθέωση του ατομισμού, ο ανταγωνισμός, ο εγωιστικός τρόπος ζωής, η λογική «όλα πουλιούνται και όλα αγοράζονται». Αυτό το εχθρικό κράτος από τη μία αφήνει ανυπεράσπιστα τα θύματα και από την άλλη θρέφει ή κρύβει στα σπλάχνα του «τέρατα» – δράστες.

Η λαϊκή απαίτηση να διερευνηθεί πλήρως η έκταση του εγκλήματος, να δημοσιοποιηθούν τα στοιχεία των εμπλεκόμενων και να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι με τις ανώτατες ποινές, χρειάζεται να μετατραπεί σε συλλογική δράση, αγωνιστική διεκδίκηση και αλληλεγγύη. Απέναντι στη δυσωδία, ανάσα δίνουν οι αγωνιστικές πρωτοβουλίες των μαζικών φορέων, υψώνοντας «ασπίδα προστασίας» για τα παιδιά και για κάθε οικογένεια που υποφέρει, για να μπορεί κάθε παιδί να ζει μια ζωή απαλλαγμένη από τη βία και την κακοποίηση.