Σαν σήμερα η αστική τάξη με τους Βρετανούς συμμάχους της, έστρεφαν στην Αθήνα, τα όπλα τους απέναντι στο ΕΑΜικό λαϊκό κίνημα, σε μια ημέρα που ονομάστηκε Ματωμένη Κυριακή και σηματοδότησε την έναρξη της κρίσιμης ταξικής σύγκρουσης του Δεκέμβρη του 1944. Αν κάτι συμβολίζει τον ηρωικό αγώνα που έδωσε ο λαός της Αθήνας επί 33 ημέρες, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές, είναι το σύνθημα «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα» που γράφτηκε στο περίφημο πανό στη διαδήλωση του ΕΑΜ.
Είχε προηγηθεί στις 2 Δεκέμβρη η υπογραφή από το υπουργικό συμβούλιο -το οποίο συνεδρίασε δίχως τους ΕΑΜικούς υπουργούς που είχαν παραιτηθεί- του Διατάγματος για την διάλυση του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ, του ΕΔΕΣ και «και πάσης άλλης τυχόν υφιστάμενης οργανώσεως», κηρύσσοντας ταυτόχρονα την «επιστράτευσιν απάντων των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών». Μέρα έναρξης της επιστράτευσης ορίστηκε η 10η Δεκέμβρη.
Στα τέλη Νοέμβρη 1944 η πολιτική κρίση στους κόλπους της κυβέρνησης «Εθνικής Ενότητας» έφτασε στο αποκορύφωμά της με αιχμή τον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος, του ΕΛΑΣ. Το βράδυ της 30ής του μήνα ο Γ. Παπανδρέου, παρακάμπτοντας τους υπουργούς του ΕΑΜ και τις ξεκάθαρα διατυπωμένες ενστάσεις τους, έδωσε στον Τύπο απόφαση, με την οποία όριζε για κάποιες περιοχές την 1η Δεκέμβρη ως μέρα παράδοσης του οπλισμού της Εθνικής Πολιτοφυλακής και ανάληψης της «τήρησης της τάξης» από τα υπό σύσταση Τάγματα Εθνοφυλακής. Οσοι δεν συμμορφώνονταν απειλούνταν με ποινικές διώξεις. Την ίδια ώρα, εκδόθηκε από τον Βρετανό στρατηγό Ρ. Σκόμπι Ημερήσια Διαταγή με την οποία αναγγελλόταν η διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής από την 1η Δεκέμβρη και των ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ από τις 10 έως τις 20 του ίδιου μήνα
Την ίδια μέρα, οι υπουργοί του ΕΑΜ Α. Σβώλος, Γ. Ζεύγος, Μ. Πορφυρογένης, Ν. Ασκούτσης, Η. Τσιριμώκος και Α. Αγγελόπουλος υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους από την κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» σε ένδειξη διαμαρτυρίας (λίγο αργότερα παραιτήθηκε και ο υφυπουργός Στρατιωτικών Πτολεμαίος Σαρηγιάννης).
Απέναντι σε μια εκτιμώμενη δύναμη 11.000 περίπου ανδρών, που είχε στη διάθεσή της τη δεδομένη στιγμή η αστική τάξη στην πρωτεύουσα (πλην των Βρετανών), ο ΕΛΑΣ μπορούσε σε πρώτη φάση να αντιπαρατάξει 10.350 μαχητές.
Η ΚΕ του ΕΑΜ σε μια ολονύκτια συνεδρίαση (30 Νοέμβρη – 1η Δεκέμβρη) αποφάσισε: α) Να απευθύνει έκκληση προς τις συμμαχικές κυβερνήσεις της Βρετανίας, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ, β) Να πραγματοποιηθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 Δεκέμβρη, γ) Να κηρυχθεί παλλαϊκή απεργία τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη και δ) Να ανασυγκροτηθεί η ΚΕ του ΕΛΑΣ.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά έδωσε την άδεια για τη συγκέντρωση της Κυριακής. Λίγες ώρες αργότερα, ωστόσο, την ανακάλεσε, δίνοντας εντολή να κατασταλεί ακόμα και με τη χρήση όπλων. Στο Φάληρο αποβιβάστηκαν 6.000 Βρετανοί στρατιώτες και 2 ελληνικά τάγματα από την Αίγυπτο.
Οι δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, από τη μεριά τους, είχαν ριχτεί στη μάχη για την επιτυχία του συλλαλητηρίου στις 3 Δεκέμβρη. Θα αψηφούσαν την απαγόρευση. Ο ΕΛΑΣ θα έπαιρνε μέρος, αλλά άοπλος, «πρωτοπορία και περιφρούρηση της εκδήλωσης», ενώ όλες οι κομματικές, ΕΑΜικές και ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις θέτονταν σε επιφυλακή. Η Διοίκηση του Α Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ μεταφέρθηκε στην Κυψέλη, δίπλα στην Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ, για παν ενδεχόμενο.
Η «Ματωμένη Κυριακή»
«…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!.. Οποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο Αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο» (Μ. Λουντέμης).
Στις 3 του Δεκέμβρη, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα του ΕΑΜ, από νωρίς το πρωί, χιλιάδες κόσμου άρχισαν να συρρέουν στις προσυγκεντρώσεις, που είχαν καθοριστεί σε κάθε λαϊκή συνοικία της Αθήνας και του Πειραιά. Σύντομα, τα δεκάδες ρυάκια λαού συνέκλιναν σε μια τεράστια λαοθάλασσα με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος.
Καθώς η κεφαλή της πορείας πλησίαζε την πλατεία, οι αστυνομικές δυνάμεις, που ήταν παραταγμένες μπροστά στο κτήριο του Αρχηγείου της Αστυνομίας (γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας), άνοιξαν πυρ στο άοπλο πλήθος. Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν από διάφορες κατευθύνσεις σκορπώντας το θάνατο: 21 νεκροί και 140 τραυματίες ο απολογισμός της θρασύδειλης αυτής επίθεσης.
Στις 14.30 το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή Επιχειρήσεων». Ακολούθως οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διατάχθηκαν να προχωρήσουν στον αφοπλισμό των Αστυνομικών Τμημάτων και της Χωροφυλακής, αποφεύγοντας ταυτόχρονα κάθε εμπλοκή με τους Βρετανούς. Κατά τα μεσάνυχτα, ωστόσο, εκδόθηκε νέα διαταγή η οποία ακυρώνει την προηγούμενη και περιόρισε τη δράση του ΕΛΑΣ στον αφοπλισμό της Χωροφυλακής των προαστίων και στη συντριβή των Χιτών στο Θησείο.
Ωστόσο ο αντίπαλος δεν έδειχνε παρόμοια αναβλητικότητα. Το ίδιο βράδυ, δυο τάγματα της Ορεινής Ταξιαρχίας εγκαταστάθηκαν ανενόχλητα στα Παλιά Ανάκτορα, στο Μετοχικό Ταμείο Στρατού και το Πανεπιστήμιο.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Τσόρτσιλ, από τη μεριά του, πίεζε τον στρατηγό Ουίλσον (ανώτατο αρχηγό των χερσαίων συμμαχικών δυνάμεων Μεσογείου) να αποσπάσει δυνάμεις από το Ιταλικό μέτωπο και να τις αποστείλει άμεσα στην Αθήνα: «Είμαι βέβαιος», τόνιζε σε σχετικό του τηλεγράφημα, «ότι βλέπετε την κατάσταση με στενό πνεύμα. Καταστροφή στην Ελλάδα λόγω ελλείψεως λίγων Ταγμάτων θα ήταν λυπηρό πράγμα και θα είχε συνέπειες σε μεγάλη κλίμακα. Η καταστροφή στην Αθήνα δεν ισοσταθμίζεται με την κατάληψη της Μπολώνιας».
Νέα μεγαλύτερη σφαγή
Την επόμενη μέρα, ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, σε μια συγκλονιστική ατμόσφαιρα πένθους, αλλά και μαχητικότητας, συνόδευσε τους ηρωικούς νεκρούς του στο Α’ νεκροταφείο όπου έγινε η κηδεία τους.
Η επιτυχία της απεργίας που είχε κηρύξει η ΚΕ του ΕΑΜ για τις 4 Δεκεμβρίου άγγιξε το 100%. Κανένα εργοστάσιο δεν κινήθηκε, κανένα μαγαζί δεν άνοιξε.
Το πανό που κρατούσαν μαυροφορεμένες κοπέλες στην κεφαλή της πορείας έγραφε: «Όταν ο λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. Στην επιστροφή από το νεκροταφείο, όμως, πραγματοποιήθηκε νέα δολοφονική επίθεση κατά του πλήθους από το ξενοδοχείο «Μητρόπολις» (κέντρο του ΕΔΕΣ) και την Γενική Ασφάλεια, με αποτέλεσμα το θάνατο 40 και των τραυματισμό 70 ακόμη αγωνιστών.
Ο ηρωικός αγώνας στην Αθήνα και στον Πειραιά
Κατά τις 33 ημέρες των μαχών της Αθήνας και του Πειραιά, ο ΕΛΑΣ μπροστά στην συντριπτική υπεροπλία του αντιπάλου διέθετε 3.000 τουφέκια, 300 αυτόματα όπλα και 500 πιστόλια κάθε είδους. Στα μέσα Δεκέμβρη διέθετε μόλις 2.400 τουφέκια, κυρίως κατάλοιπα του ελληνοιταλικού πολέμου και λάφυρα του απελευθερωτικού αγώνα, εκ των οποίων τα 300 χωρίς καν φυσίγγια. Εθελοντές για να επανδρώσουν το λαϊκό στρατό, υπήρχαν χιλιάδες, όχι όμως και ο αντίστοιχος οπλισμός.
Ωστόσο, ο ΕΛΑΣ έδωσε ηρωικές μάχες και πέτυχε σημαντικές νίκες. Μία από τις πιο σφοδρές μάχες ήταν αυτή που έδωσε κατά του Συντάγματος Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, η οποία ξεκίνησε στις 6 Δεκέμβρη. Στην Καισαριανή το μέτωπο κράτησε 25 ημέρες και δίκαια χαρακτηρίστηκε από τον «Ριζοσπάστη» ως «το Στάλινγκραντ της Ελλάδας». Στις 19 Δεκέμβρη ο ΕΛΑΣ κατέλαβε το αρχηγείο της βρετανικής αεροπορίας που στεγαζόταν στο ξενοδοχείο «Σέσιλ» στην Κηφισιά, συλλαμβάνοντας πάνω από 500 Βρετανούς.
Ο ηρωισμός των μαχητών υπήρξε απαράμιλλος όπως επίσης καταλυτική ήταν η υποστήριξη από τις λαϊκές μάζες. Μόνο στον Πειραιά, στις 5 – 6 Δεκέμβρη στήθηκαν σχεδόν 2.000 οδοφράγματα.
Από τις 20 Δεκέμβρη η πλάστιγγα της σύγκρουσης άρχισε να γέρνει σαφώς προς την πλευρά των αστικών-βρετανικών δυνάμεων.
Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 4ης προς 5η Γενάρη 1945 η ΚΕ του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή για γενική σύμπτυξη προς Πεντέλη – Πάρνηθα, η οποία πραγματοποιήθηκε με απόλυτη πειθαρχία μέχρι το πρωί. Χιλιάδες άοπλοι πολίτες, μέλη των μαζικών λαϊκών οργανώσεων, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ, ακολούθησαν τον ΕΛΑΣ σε αυτή την πορεία.
Η υποχώρηση του ΕΛΑΣ συνεχίστηκε τα επόμενα 24ωρα υπό τις αδιάκοπες επιθέσεις της Βρετανικής αεροπορίας. Τελικά, στις 11 Γενάρη υπογράφτηκε στην Αθήνα ανακωχή που υποχρέωνε τον ΕΛΑΣ να αποσυρθεί ως τις 18 Γενάρη από την Αττική, μεγάλα τμήματα της Στερεάς (ανατολικά και νότια της Λαμίας) , τμήματα της Πελοποννήσου (βόρεια της γραμμής Άργους – Πύργου), την Εύβοια, την περιοχή της Θεσσαλονίκης , τη Ζάκυνθο, τα Κύθηρα, τα νησιά των Κυκλάδων και τις Σποράδες.
Εκτίμηση για το Δεκέμβρη
«Από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην έκβαση του Δεκέμβρη, οπωσδήποτε ορισμένοι εντοπίζονται στο στρατιωτικό επίπεδο. Στη μη ύπαρξη σχεδίου για τη διεξαγωγή των μαχών. Στη μη έγκαιρη συγκέντρωση δυνάμεων στα αστικά κέντρα, κύρια στην Αθήνα και τον Πειραιά, που αποτέλεσαν και το επίκεντρο της σύγκρουσης (μια συγκέντρωση δυνάμεων που θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε πετύχει την εξουδετέρωση του ταξικού αντιπάλου, πριν αυτός προλάβει να συγκεντρώσει τις απαραίτητες δυνάμεις και υπεροπλία). Στην αξιοποίηση των κύριων και ετοιμοπόλεμων δυνάμεων του ΕΛΑΣ σε ‘’δευτερεύοντες’’ στόχους (εναντίων του Ζέρβα), τη στιγμή που ο ΕΛΑΣ μπορούσε να συντρίψει τον ΕΔΕΣ με πολύ μικρότερες δυνάμεις από τις ογκώδεις που παρέταξε εναντίον του. Στη μη έγκαιρη εμπλοκή με τις βρετανικές δυνάμεις. Στην ανάθεση της διεύθυνσης του αγώνα στην επανασυσταθείσα ΚΕ του ΕΛΑΣ και όχι στο Γενικό Στρατηγείο. Στη μη γενίκευση των συγκρούσεων στην υπόλοιπη Ελλάδα (Θεσσαλονίκη, Βόλο, Πάτρα, κ.α.).
Ωστόσο τα βαθύτερα αίτια πίσω από τους παράγοντες που συντέλεσαν στην αρνητική έκβαση του Δεκέμβρη (τα οποία είχαν αντανάκλαση και στο στρατιωτικό επίπεδο) απέρρεαν από τη στρατηγική κατεύθυνση της ‘’ομαλής δημοκρατικής εξέλιξης’’ (…)
Η σύγκρουση του Δεκέμβρη ήταν αναπόφευκτη. Η στάση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ να μην υποχωρήσουν στην αξίωση της ντόπιας αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της για τον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος, ήταν επιβεβλημένη. Η υποχώρηση θα σήμαινε απόλυτη πολιτική και ηθική απαξίωση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, θα τσάκιζε το εργατικό – λαϊκό κίνημα. Ωστόσο, η μάχη είχε περισσότερο αμυντικό χαρακτήρα απέναντι στην αστική επιθετικότητα και την πίεση για συμβιβασμό» (Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β1 Τόμος).
Κομματική Οργάνωση Αγίας Βαρβάρας του ΚΚΕ