«Ποτέ δεν θα ξεχάσω τη νύχτα που ‘φτασε η πρώτη διαταγή επιχειρήσεων από το Γενικό Στρατηγείο. ‘Ηταν η νύχτα της 4ης προς την 5η Οκτώβρη 1912» γράφει ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς εξιστορώντας τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-1913. Πόλεμοι που είχαν ως ενδιάμεσο σταθμό την απελευθέρωση της Νύμφης του Θερμαϊκού, της Θεσσαλονίκης. Το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης αποτελούμενο από δέκα άρθρα και γραμμένο στα γαλλικά, υπογράφτηκε στη 1:30 μετά μεσάνυχτα της 27ης Οκτωβρίου 1912 από τον αρχηγό του τουρκικού στρατού Χασάν Ταχσίν πασά και από την ελληνική πλευρά από τους πληρεξούσιους αξιωματικούς του αρχιστρατήγου Κωνσταντίνου, Βίκτωρ Δούσμανη και Ιωάννη Μεταξά. Ωστόσο, στο πρωτόκολλο, ως ημέρα παράδοσης, αναφέρεται η 26η Οκτωβρίου και ώρα 23:30 για συμβολικούς εθνικούς και θρησκευτικούς λόγους, για να τιμηθεί ο προστάτης και πολιούχος της πόλης Άγιος Δημήτριος, αλλά κυρίως για να τεκμηριωθεί επίσημα ότι ο ελληνικός στρατός κατέλαβε την πόλη μία μέρα νωρίτερα, κάτι που αποδείχθηκε σημαντικό διαπραγματευτικό όπλο στις βουλγαρικές αξιώσεις για την κυριαρχία της πόλης. Η υπογραφή του πρωτοκόλλου έγινε στο Διοικητήριο της πόλης, οι δε συνομιλίες με τον Ταχσίν πασά έγιναν στα ελληνικά, καθώς αυτός είχε σπουδάσει στη Ζωσιμαία σχολή των Ιωαννίνων.
Από το προηγούμενο βράδυ όμως, ορισμένοι εύζωνοι και Έλληνες αξιωματικοί, είχαν μπει σε ομάδες στη Θεσσαλονίκη. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Παρασκευόπουλο, το πρώτο ελληνικό τμήμα που εισήλθε στην πόλη, ήταν το απόσπασμα χωροφυλάκων υπό τον αξιωματικό Μανώλη Μανωλικίδη, ενώ σύμφωνα με τον Χαρίλαο Χαρίση, πρώτος μπήκε ουλαμός της 4ης ίλης του 1ου ιππικού συντάγματος.
Είχε προηγηθεί η καθοριστική νίκη στη Μάχη των Γιαννιτσών (19-20 Οκτωβρίου), που είχε κάνει ευκολότερη την προέλαση του Ελληνικού Στρατού ο οποίος βάδιζε από νίκη σε νίκη στη Δυτική Μακεδονία και μια αναπάντεχη επιτυχία του Νικολάου Βότση, η βύθιση μετά από τορπιλισμό στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης του τουρκικού θωρηκτού «Φετχί Μπουλέντ» που προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού σε όλη την Ελλάδα, ιδιαίτερα δε στους Έλληνες κατοίκους της Θεσσαλονίκης.
Ένας αγώνας με το χρόνο να κυλά απειλητικά για τη Θεσσαλονίκη την οποία εποφθαλμιούσαν οι σύμμαχοι Βούλγαροι που με επικεφαλής τον στρατηγό Georgi Todorov κατευθύνονταν προς αυτή, άρχισε. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος επιθυμούσε πρώτα την κατάληψη του Μοναστηρίου ενώ ο Πρωθυπουργός Βενιζέλος, βλέποντας την πιθανότητα να καταληφθεί η Θεσσαλονίκη από το βουλγαρικό στρατό, πίεζε τον Κωνσταντίνο να κατευθυνθεί προς τη φυσική πρωτεύουσα της Μακεδονίας, μια περιοχή με στρατηγική σημασία, η απελευθέρωση της οποίας αποτελούσε διακαή πόθο του ελληνισμού. «Καθιστώ υμάς υπευθύνους διά πάσαν αναβολήν έστω και στιγμής» του τηλεγραφεί για δεύτερη φορά επιτακτικά. Τελικά, ο Κωνσταντίνος πείθεται με τη μεσολάβηση του πατέρα του, Βασιλιά Γεωργίου Α’, και στις 25 Οκτωβρίου η εμπροσθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού φθάνει προ των πυλών της Θεσσαλονίκης. Ο Χασάν Ταξίν Πασάς, που υπερασπιζόταν τη Θεσσαλονίκη, δεν είχε άλλη δυνατότητα παρά να ζητήσει μια έντιμη συμφωνία για την παράδοση της πόλης.
Το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1912 έφτασε στην πόλη ο Διάδοχος Κωνσταντίνος με το επιτελείο του και την επόμενη μέρα, 29 Οκτωβρίου 1912, ο Βασιλιάς Γεώργιος με τη συνοδεία του μπήκαν στη Θεσσαλονίκη επισφραγίζοντας και τυπικά την απελευθέρωση της πόλης, 482 χρόνια μετά την άλωσή της από τους Τούρκους.
Η αργοπορία του Κωνσταντίνου να μπει στη Θεσσαλονίκη προκάλεσε την οργή του Βενιζέλου, τη σύγκρουση μεταξύ των δύο ανδρών και ήταν προανάκρουσμα του εθνικού διχασμού και των όσων ακολούθησαν. Σύμφωνα με τον Σαράντο Καργάκο «Αν η Θεσσαλονίκη είχε καταληφθεί στις 23-24 Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος πιθανώς να πρόφθαινε τον σερβικό στρατό και να έμπαινε μαζί του στο Μοναστήρι με δικαίωμα της συγκατοχής. Αλλ’ όλοι post factum (εκ των υστέρων, μετά τα γεγονότα) είμαστε σοφοί. Ο Κωνσταντίνος δεν ήθελε να χύσει κι άλλο αίμα για τη Θεσσαλονίκη. Έβλεπε ότι το αίμα θα χρειαζόταν για την επίτευξη άλλων αντικειμενικών σκοπών». Έτσι γράφτηκε ένας θριαμβικός επίλογος με την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης και ένας θλιβερός πρόλογος, με την είσοδο των βουλγαρικών στρατευμάτων σ’ αυτή, που τερματίστηκε με τον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο και τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου.
Πηγές:
Σπύρος Μελάς, Οι Πόλεμοι 1912-1913
Σαράντος Καργάκος, Η Ελλάς κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους
Γιάννης Μέγας, «Η Απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης 1912-1913»
Δημήτρης Σουλιώτης