Το 2018 είναι το πρώτο έτος που η Ελλάδα θα πρέπει να παρουσιάσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, δηλαδή περίπου 6,5 δισεκατομμύρια ευρώ. Για την επίτευξη αυτού του στόχου πολλοί θα πληρώσουν περισσότερα από αυτά που πλήρωσαν το 2017. Και σε αυτούς περιλαμβάνονται οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι που από το νέο έτος θα δουν στους τραπεζικούς τους λογαριασμούς μειωμένο μισθό ή σύνταξη.
Ο λόγος: Από την Πρωτοχρονιά καταργείται η έκπτωση φόρου 1,5% που δίνεται στην παρακράτηση φόρου εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχων. Η αλλαγή αυτή, θα επηρεάσει επί της ουσίας μόνο μισθωτούς και συνταξιούχους με μηνιαίο εισόδημα άνω των περίπου 600 ευρώ καθώς μέχρι αυτό το εισοδηματικό όριο δεν γίνεται, λόγω του αφορολόγητου, παρακράτηση του φόρου.
Ωστόσο, και για υψηλότερα εισοδήματα η επίπτωση είναι ελάχιστη έως και μηδενική καθώς με την εκκαθάριση του φόρου εισοδήματος έως τον Ιούλιο κάθε έτους συνήθως βεβαιωνόταν ο φόρος που γλίτωνε ο μισθωτός ή ο συνταξιούχος με την έκπτωση στην παρακράτηση.
Με την κατάργηση της έκπτωσης φόρου μισθωτοί και συνταξιούχοι θα χάσουν από μερικά λεπτά του ευρώ έως και μερικές δεκάδες ευρώ. Πρόκειται για συνολική επιβάρυνση για τους μισθωτούς και συνταξιούχους ύψους 68 εκατομμυρίων ευρώ που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση προκειμένου να κλείσει το δημοσιονομικό κενό του 2018, μαζί με διάφορα άλλα μέτρα.
Για την εφαρμογή της νέας μειωμένης παρακράτησης φόρου εισοδήματος μισθωτών και συνταξιούχων αναμένεται να εκδοθεί εγκύκλιος από το υπουργείο Οικονομικών που θα αποσταλεί σε όλες τις εφορίες και θα εφαρμοστεί από όλα τα λογιστήρια των επιχειρήσεων και τις οικονομικές υπηρεσίες των δημοσίων υπηρεσιών και των ασφαλιστικών ταμείων που καταβάλλουν τις συντάξεις.
Με την κατάργηση της έκπτωσης δεν θα υπάρξει κάποια διαφορά στη φορολογική δήλωση του 2018 αλλά σε αυτήν του 2019. Από τη φορολογική δήλωση του 2019 και μετά δεν θα εμφανίζεται η διαφορά 1,5% ανάμεσα στον φόρο που αναλογεί και στον φόρο εισοδήματος που παρακρατήθηκε από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους.
πηγή: Capital.gr – Του Σπύρου Δημητρέλη