Ο Άρειος Πάγος δικαίωσε ασφαλιστική στην Θεσσαλονίκη που δεν αποζημίωσε πελάτη για κλοπή Ι.Χ. επειδή το είχε παρκάρει σε «μη ασφαλές σημείο».
Ένα νέο κεφάλαιο υπέρ των ασφαλιστικών εταιρειών άνοιξε, καθώς χιλιάδες ιδιοκτήτες ασφαλισμένων αυτοκινήτων δεν θα αποζημιώνονται σε περίπτωση κλοπής του αυτοκινήτου τους.
Όπως αναφέρει το, σύμφωνα με τον Άρειο Πάγο, οι ασφαλιστικές εταιρείες νόμιμα δεν καλύπτουν τον κίνδυνο ολικής ή μερικής κλοπής αυτοκινήτου που είναι ασφαλισμένο για κλοπή, εφόσον ο ιδιοκτήτης του το σταθμεύει σε μη ασφαλές σημείο.
Δηλαδή αν δεν υπάρχει φωτισμός, είναι απομονωμένο το σημείο, δεν υπάρχει συχνή κίνηση προσώπων, ούτε κυκλοφορία οχημάτων, το αυτοκίνητο δεν διαθέτει σύστημα συναγερμού κ.λπ. Κι όταν αυτό γίνεται, ο ιδιοκτήτης του οχήματος επιδεικνύει «βαριά αμέλεια».
Στη σύμβαση-συμβόλαιο ιδιωτικής ασφάλισης αναγράφεται με μικρά γράμματα ότι η ασφαλιστική εταιρεία, σύμφωνα με τον νόμο 2496/1997, στις περιπτώσεις ασφάλισης αντικειμένου για τον κίνδυνο ολικής ή μερικής κλοπής αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει το συμφωνημένο ποσό σε περίπτωση κλοπής.
Ωστόσο, οι ασφαλιστικές εταιρείες στις περιπτώσεις ασφάλισης αντικειμένου όπως τα αυτοκίνητα για τον κίνδυνο ολικής ή μερικής κλοπής «απαλλάσσονται της υποχρέωσης να καταβάλουν το ασφάλισμα», αν η επέλευση της κλοπής οφείλεται «σε δόλο ή σε βαριά αμέλεια» του ιδιοκτήτη του ασφαλισμένου αντικειμένου.
Έτσι, επιχειρηματίας ασφάλισε το πολυτελές αυτοκίνητό του, μάρκας ΒΜW τύπου M3 coupe, 4.000 κ.εκ., έναντι διαφόρων κινδύνων, μεταξύ των οποίων και η κλοπή, μέχρι του ποσού των 90.000 ευρώ. Ένα βράδυ, περίπου στις 11, φεύγοντας από την επιχείρηση εστίασης που κατείχε άφησε το ιδιωτικό αυτοκίνητό του στον χώρο στάθμευσης και πήγε στο σπίτι του με εταιρικό αυτοκίνητο.
Μετά από λίγο έφυγε και το προσωπικό, καθώς είχε περάσει η ώρα. Η εν λόγω επιχείρηση βρίσκεται σε απόσταση 1.270 μέτρων από τον πλησιέστερο οικισμό, ενώ δεν έχει κοντά της άλλα καταστήματα ή σπίτια. Ο χώρος στάθμευσης δεν είναι περιφραγμένος, δεν φυλάσσεται, δεν υπάρχει φωτισμός, δεν διαθέτει κάμερες ασφαλείας, ενώ η επιχείρηση κατά τις βραδινές ώρες παραμένει κλειστή. Επίσης στον χώρο στάθμευσης δεν υπήρχαν άλλα αυτοκίνητα εκτός από αυτό του επιχειρηματία.
Η περιοχή όπου βρίσκεται η επιχείρηση δεν έχει συχνή κίνηση προσώπων, ούτε κυκλοφορούν πολλά αυτοκίνητα στον δρόμο μπροστά από την επιχείρηση. Παράλληλα, το αυτοκίνητο δεν διέθετε ούτε σύστημα συναγερμού.
Όταν το επόμενο πρωί ο επιχειρηματίας διαπίστωσε ότι το αυτοκίνητό του είχε κάνει φτερά, κατέθεσε στο Αστυνομικό Τμήμα μήνυση κατά αγνώστων για κλοπή.
Η ασφαλιστική εταιρεία, όμως, αρνήθηκε να τον αποζημιώσει επικαλούμενη ότι η κλοπή του αυτοκινήτου οφείλεται σε βαριά αμέλειά του. Κατόπιν αυτού, κατέθεσε σε βάρος της αγωγή ζητώντας να του καταβάλει, σύμφωνα με τη σύμβαση ασφάλισης, την αξία του κλαπέντος αυτοκινήτου του, που ανερχόταν στο ποσό των 79.200 ευρώ.
Στο Εφετείο ο επιχειρηματίας έχασε τη μάχη, καθώς κρίθηκε ότι η κλοπή του αυτοκινήτου «αποδίδεται σε βάρια αμέλειά του, εξαιτίας της οποίας προκλήθηκε η ασφαλιστική ζημιά».
Οι εφέτες στην πολυσέλιδη απόφασή τους, επικαλούμενοι τη νομοθεσία για την ιδιωτική ασφάλιση, καταλήγουν ότι η κλοπή του αυτοκινήτου έγινε από βαριά αμέλεια του επιχειρηματία.
Εξάλλου, σημειώνεται στη δικαστική απόφαση «ο επιχειρηματίας γνώριζε ότι ήταν αυξημένος ο κίνδυνος κλοπής του αυτοκινήτου του, δεδομένου ότι είχε ήδη υποστεί διάρρηξη, εξαιτίας της οποίας καταστράφηκαν οι ηλεκτρονικοί εγκέφαλοι και για όλες τις φθορές που προκλήθηκαν καταβλήθηκε αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία».
Οι δικαστές υπογραμμίζουν ακόμη ότι «όλες οι συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, αντικειμενικά εκτιμώμενες, ήταν ευνοϊκές ώστε να διευκολύνεται η τέλεση της αξιόποινης πράξης της κλοπής του οχήματος, δεδομένου ότι αυτό κατά τη διάρκεια της νύχτας παρέμενε εκτεθειμένο στο συγκεκριμένο σκοτεινό και ερημικό σημείο, το οποίο ήταν το κατάλληλο ώστε να προκαλείται η εντύπωση ότι θα επιτευχθούν με βεβαιότητα η αφαίρεση αυτού και η ασφαλής ταχεία διαφυγή των προσώπων που θα αποφάσιζαν να τελέσουν τη συγκεκριμένη πράξη, χωρίς να υφίσταται οποιοσδήποτε κίνδυνος σύλληψης αυτών».
Η βαριά αμέλεια ανάγεται στο ότι ο ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου «δεν κατέβαλε, με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ασφαλισμένου, την επιμέλεια που όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κι έτσι, από αμέλειά του, δεν προέβλεψε ότι η στάθμευση του ασφαλισμένου αυτοκινήτου του υπό τις περιστάσεις αυτές θα μπορούσε να προκαλέσει την κλοπή του, η δε παρέκκλισή του από τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς ασφαλισμένου ήταν σημαντική, ασυνήθης και ιδιαιτέρως μεγάλη, καταδεικνύουσα πλήρη αδιαφορία του για τα παράνομα σε βάρος της ασφαλιστικής εταιρείας αποτελέσματά της, αφετέρου δε δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι η από βαριά αμέλειά του συμπεριφορά του αυτή ήταν πρόσφορη, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, να προκαλέσει την κλοπή του αυτοκινήτου του, την οποία και προκάλεσε».
Ο επιχειρηματίας στη συνέχεια προσέφυγε στον Άρειο Πάγο ζητώντας να αναιρεθεί η σε βάρος του εφετειακή απόφαση, υποστηρίζοντας ότι έχει αόριστες, ανεπαρκείς, αντιφατικές και πλημμελείς αιτιολογίες. Παρ’ όλα αυτά, οι αρεοπαγίτες του Α2 Πολιτικού Τμήματος απέρριψαν ως απαράδεκτη την αίτηση αναίρεσης και επικύρωσαν την εφετειακή απόφαση, με αποτέλεσμα οριστικά ο επιχειρηματίας να μην αποζημιωθεί για την κλοπή του αυτοκινήτου.
πηγή gazzetta.gr