Ο ηρωικός φοιτητικός και εργατικός – λαϊκός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου δεν ήταν «κεραυνός εν αιθρία». Υπήρξε το αποκορύφωμα της αντιδικτατορικής πάλης λαού και νεολαίας, που ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς και δυσκολίες από την ημέρα επιβολής του πραξικοπήματος. Δυνάμωσε από το 1972 και μετά, πατώντας στις θυσίες νέων αγωνιστών, αλλά και στις δυνατότητες που δημιουργήθηκαν από το κλείσιμο των εξοριών και την απελευθέρωση των κομμουνιστών που είχαν μεγάλη πείρα από την οργάνωση της πάλης τη δεκαετία του 1940 και από τους κατοπινούς αγώνες.
Τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΕ αφιέρωσαν όλες τις δυνάμεις τους στην οργάνωση του αντιδικτατορικού αγώνα, παρόλο που η απριλιανή δικτατορία βρήκε το Κόμμα οργανωτικά ανέτοιμο, με διαλυμένες τις Κομματικές του Οργανώσεις από το 1958. Μέσα σε συνθήκες παρανομίας, το ΚΚΕ συγκρούστηκε με την οπορτουνιστική ομάδα στο εσωτερικό του και διαχωρίστηκε από αυτή στη 12η Ολομέλεια (1968). Η διάσπαση συνέβαλε στην αναγκαία ανασυγκρότηση των Κομματικών του Οργανώσεων και στην ίδρυση της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ). Το ΚΚΕ εξέδωσε παράνομα έντυπα και μπήκε στην πρωτοπορία των μικρών και μεγαλύτερων εργατικών, αγροτικών και φοιτητικών κινητοποιήσεων.
Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, άλλοι περισσότερο ψημένοι στους ταξικούς αγώνες της προηγούμενης περιόδου και άλλοι κάνοντας με νεανικό ενθουσιασμό τα πρώτα τους βήματα στην ταξική πάλη, έδωσαν τη μάχη κατά της δικτατορίας από την πρώτη μέρα της επιβολής της στους χώρους δουλειάς και τις εργατογειτονιές, στα σχολεία και τα αμφιθέατρα, εναντιώθηκαν στην κρατική καταστολή. Ανοιξαν μέτωπο με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, που στην πλειοψηφία τους απείχαν από την οργανωμένη μαζική αντιδικτατορική πάλη. Ανοιξαν μέτωπο με τους οπορτουνιστές, που δυσφημούσαν το κομμουνιστικό και εργατικό – λαϊκό κίνημα και καλλιεργούσαν την ηττοπάθεια και τη μοιρολατρία.
Γι’ αυτό, ο ηρωικός ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου φέρνει στο μυαλό όλους εκείνους τους κομμουνιστές και τους άλλους ριζοσπάστες αγωνιστές που διώχτηκαν πολύτροπα, που βασανίστηκαν στα μπουντρούμια της ΕΑΤ – ΕΣΑ και αλλού, που φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν, που προσέφεραν ακόμα και τη ζωή τους στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Το ΚΚΕ στέκεται με απεριόριστο σεβασμό μπροστά στους αγώνες και τις θυσίες τους και τους τιμά.
Ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου απέδειξε ότι ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων ανατρέπεται μόνο από την οργανωμένη δράση του εργατικού – λαϊκού παράγοντα, ενάντια σε κάθε αναμονή και ψευδαίσθηση ότι οι αλλαγές κορυφών μπορούν να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων.
Το Πολυτεχνείο «βάφτηκε» στο αίμα. Ταυτόχρονα, όμως, ενταφίασε οριστικά τα σχέδια της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης της χούντας. «Απονομιμοποίησε» τη δικτατορία στη συνείδηση ευρύτερων εργατικών – λαϊκών δυνάμεων, που δεν συμμετείχαν έως τότε στο αντιδικτατορικό κίνημα.
Η στρατιωτική δικτατορία υπήρξε μία από τις εναλλακτικές μορφές της εξουσίας του κεφαλαίου, που επιλέχτηκε στη βάση των τότε προτεραιοτήτων και των αναγκών της σε σχέση με τον εγχώριο και διεθνή συσχετισμό, πάντα με στόχο τη θωράκιση και διαιώνισή της.
Οι ρίζες της δικτατορίας των συνταγματαρχών βρίσκονταν στην τότε ανάγκη αναμόρφωσης δομών και μηχανισμών του αστικού κράτους, κυρίως στη σχέση παλατιού – κυβέρνησης, αναφορικά με τον έλεγχο του Στρατού. Επίσης, στην ανάγκη αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, που είχε εξαντλήσει τις δυνατότητές του στη χειραγώγηση και ενσωμάτωση των εργατικών – λαϊκών μαζών, ενώ η διαχείριση του Κυπριακού αποτέλεσε εστία όξυνσης αντιθέσεων και τριγμών. Γι’ αυτό, η «αναστολή» του κοινοβουλευτισμού συζητιόταν και από βασικές αστικές πολιτικές δυνάμεις και από το παλάτι, αλλά τελικά επιβλήθηκε από τη στρατιωτική χούντα.
Ο ανοιχτός αντικομμουνισμός αποτέλεσε την επίσημη ιδεολογία της χούντας, αν και η καταστολή του εργατικού – λαϊκού κινήματος, οι φυλακίσεις και οι εξορίες των κομμουνιστών, η δράση κρατικών και παρακρατικών αστικών μηχανισμών υπήρξαν χαρακτηριστικά της μεταπολεμικής αστικής διακυβέρνησης.
Η ιστορική πείρα όλου του 20ού αιώνα, από την εναλλαγή των κυβερνήσεων της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έως τις στρατιωτικές και μη δικτατορίες και τον φασισμό – ναζισμό, φανερώνει ότι η καταστολή είναι μόνιμο στοιχείο της καπιταλιστικής εξουσίας, είναι σύμφυτη με την ταξική εκμετάλλευση. Αν και η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία συχνά χρησιμοποιεί το φόβητρο της δημοκρατικής εκτροπής, οι διαφορετικές μορφές της καπιταλιστικής εξουσίας δεν χωρίζονται με «σινικά» τείχη, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται και αλληλοτροφοδοτούνται.
Γι’ αυτό οι κομμουνιστές ήρθαν αντιμέτωποι με τις διώξεις του καπιταλιστικού κράτους τόσο σε περιόδους αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όσο και σε περιόδους δικτατορίας. Για τον ίδιο λόγο τόσο το προδικτατορικό αστικό Σύνταγμα όσο και το σημερινό προβλέπει την εκτροπή από την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία για την αντιμετώπιση της λεγόμενης κατάστασης πολιορκίας. Για τον ίδιο λόγο στο επίκεντρο της δράσης των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών βρίσκεται η αντιμετώπιση του «εχθρού λαού». Αυτό επιτρέπει και σήμερα τις διώξεις πρωτοπόρων αγωνιστών που αγωνίζονται ενάντια στους πλειστηριασμούς, στρατιωτών που τάσσονται ενάντια στη συμμετοχή της χώρας μας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και ευθύνεται για τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου που επιτρέπει υποκλοπές και παρακολουθήσεις, οι οποίες στρέφονται πρωταρχικά και συστηματικά ενάντια στο εργατικό – λαϊκό κίνημα και δευτερευόντως και περιστασιακά εξυπηρετούν τους ενδοαστικούς ανταγωνισμούς.
Αν και πέρασε μισός αιώνας επιστημονικών – τεχνικών επιτευγμάτων, η ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων συνεχίζει να σκοντάφτει στο γεγονός ότι οι καπιταλιστές συνεχίζουν να έχουν στα χέρια τους την ιδιοκτησία των σύγχρονων μέσων παραγωγής, την οργάνωση της παραγωγής και γενικότερα της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το ίδιο τραγικά επίκαιρα παραμένουν τα συνθήματα «Εξω αι ΗΠΑ», «Εξω το ΝΑΤΟ», που κοσμούσαν τις πύλες του Πολυτεχνείου στη διάρκεια του τριήμερου ξεσηκωμού, δίνοντας το αντιιμπεριαλιστικό περιεχόμενο των κινητοποιήσεων. Σήμερα, οι αλλαγές που έχουν επέλθει στη διάταξη των καπιταλιστικών δυνάμεων και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών δεν κάνουν τους λαούς λιγότερο ανήσυχους. Φαίνεται από την πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στις δυνάμεις του ΝΑΤΟ και αυτές της Ρωσικής Ομοσπονδίας στα εδάφη της Ουκρανίας και από τη γενικότερη διαμάχη ανάμεσα στο ευρωαμερικανικό ιμπεριαλιστικό κέντρο, με επικεφαλής τις ΗΠΑ και τα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης από τη μια, και το ευρασιατικό από την άλλη, με επικεφαλής την Κίνα και τη Ρωσική Ομοσπονδία.
Οι λαοί ήδη βιώνουν τις εφιαλτικές συνέπειες των συγκρούσεων των καπιταλιστών για το μοίρασμα των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των δρόμων μεταφοράς Ενέργειας και εμπορευμάτων, των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Δεν είναι μόνο οι απώλειες στο πεδίο των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων, αλλά και η φτώχεια που φέρνει ο πόλεμος ως καταστροφή, ως προσφυγιά, ως πολεμική δαπάνη, ως αποτέλεσμα του οικονομικού πολέμου που βιώνουμε.
Το ελληνικό αστικό κράτος (σήμερα με κυβέρνηση της ΝΔ, πριν του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα παλιότερα του ΠΑΣΟΚ) επιδιώκει πάντα τη γεωστρατηγική αναβάθμισή του σε ανταγωνισμό με τη – σύμμαχο στο ΝΑΤΟ – Τουρκία. Σε αυτήν την κατεύθυνση πραγματοποίησε νέες συμφωνίες ενίσχυσης της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ με νέες βάσεις, σύναψε «στρατηγική εταιρική σχέση» με τη Γαλλία, υπέγραψε συμφωνίες με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Ομως, η ύπαρξη στρατιωτικών βάσεων, θαλάσσιων και εναέριων υπερόπλων, η όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς συνιστά μαγνήτη της επιθετικότητας των αντίπαλων ιμπεριαλιστικών ενώσεων. Ο πακτωλός χρημάτων που δίνεται στο ΝΑΤΟ και στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς δεν θωρακίζει την άμυνα της χώρας, την ασφάλεια και την ειρήνη των λαών της περιοχής.
Αυτό αποδείχτηκε και την περίοδο της δικτατορίας, οπότε σε συνέχεια της πολιτικής των προδικτατορικών κυβερνήσεων, η χώρα μπλέχτηκε ακόμα περισσότερο στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, με στόχο τη γεωπολιτική αναβάθμιση της καπιταλιστικής εξουσίας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Το γεγονός αυτό της εξασφάλισε τόσο τη στήριξη των ΗΠΑ, όσο και τις οικονομικές σχέσεις με τις χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης. Ωστόσο, οι κατοπινές εξελίξεις, ειδικότερα η τραγωδία της Κύπρου, απέδειξαν τους κινδύνους που εγκυμονούν για τους λαούς οι αστικοί σχεδιασμοί.
Ο αντικομμουνισμός, το μίσος για το ΚΚΕ, το εργατικό κίνημα, τους λαϊκούς αγώνες, δεν αφορούν στενά τους κομμουνιστές. Η πείρα, τόσο από τη δικτατορία του 1967 – 1974 όσο και διαχρονικά από την εγχώρια και διεθνή Ιστορία, καταδεικνύει πως ο αντικομμουνισμός πήγαινε πάντοτε χέρι – χέρι με τη συνολικότερη επίθεση στις ελευθερίες, στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις του εργαζόμενου λαού. Η Ιστορία διδάσκει ότι ο αντικομμουνισμός αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό του αστικού πολιτικού κόσμου και επομένως δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί οριστικά χωρίς την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που τον γεννά. Το ίδιο ισχύει και για τη ριζική αντιμετώπιση των φασιστικών – ναζιστικών συμμοριών.
Για όλους τους παραπάνω λόγους ο ξεσηκωμός του Πολυτεχνείου, παρά τις συνεχείς προσπάθειες να καταστεί ένα ανώδυνο σύμβολο, συνεχίζει να συγκινεί μεγαλύτερες και νεότερες γενιές εργατικών και λαϊκών δυνάμεων ως σύμβολο νέων αγώνων και ανυπακοής στα σχέδια της καπιταλιστικής εξουσίας.
Το ΚΚΕ, αντλώντας διδάγματα, έμπνευση και δύναμη από την υπερεκατοντάχρονη ιστορική πορεία του, την ιστορία των αλύγιστων της ταξικής πάλης, προχωρά μπροστά, δίνοντας το χέρι σε όποιον σηκώνεται, στις μικρές και τις μεγάλες μάχες που δίνει καθημερινά ο λαός μας. Ετσι ώστε, με δυνατό ΚΚΕ και με μαζική εργατική – λαϊκή αντεπίθεση, να ανοίξουμε τον δρόμο για την ανατροπή, για τις ριζικές αλλαγές που απαιτούν οι καιροί, για να γίνει ο λαός μας πραγματικός νοικοκύρης στον τόπο του και στον κόπο του. Για να «πάρουν τα όνειρα εκδίκηση» και να γίνει πραγματικότητα «το ωραίο, το μεγάλο, το συγκλονιστικό!».