Του Σπύρου Τζόκα*
Πρωτομαγιά 1944. Ένα μεγάλο βράδυ τελείωσε. Το τελευταίο βράδυ; Ίσως. Και τέτοια μέρα; Με τόσους συμβολισμούς, με τόσους νεκρούς, με τόσους αγώνες; Ένα μεγάλο βράδυ. Ο Ναπολέων παρέα με τον θάνατο. Καθισμένος στο σιδερένιο κρεβάτι με το σουμιέ που έτριζε, πέρασε τη νύχτα του με τις αναμνήσεις του. Ούτε λεπτό δεν έκλεισε το μάτι του. Ονειρεύτηκε, όμως, ξύπνιος…στην αγκαλιά του κυρ Φώτη και της κυρα-Μαρίας, προστατευμένος από τους κακούς.
Οι αναμνήσεις του έμοιαζαν με καλά φυλαγμένες φωτογραφίες μέσα σε κουτάκια στα συρτάρια. Τα συρτάρια ξεκλείδωσαν και οι φωτογραφίες απλώθηκαν στο τραπέζι και ζωντάνεψαν τις αναμνήσεις. Να και το χωριό του, το σπίτι του, ο καφενές, να τος και αυτός. Και τώρα εδώ στον πραγματικό κόσμο… το σήμαντρο έδωσε το βραχνό σύνθημα. Εγερτήριο στο Χαϊδάρι. Ποιο εγερτήριο και από τι; Το μαρτύριο δεν τέλειωσε τη νύχτα. Συνεχίζεται πιο σκληρό τώρα… Η προσμονή του τέλους. Του απάνθρωπου τέλους. Ένας κατάλογος ονομάτων και ένα απλό «παρών».
– Καλημέρα, σύντροφε!!!
Του ξέφυγε από συνήθεια του Ζήση… και αμέσως την κατάπιε… κατέβασε το κεφάλι σαν να είπε κάποια άσχημη κουβέντα… σαν να του ξέφυγε βρισιά.
Κανείς δεν απάντησε. Κατάλαβαν όλοι ότι του ξέφυγε… …έτσι από συνήθεια. Το βήμα ήταν βαρύ. Πιο βαρύ ήταν, όμως, το βλέμμα. Ασήκωτο. Άγρυπνοι οι περισσότεροι, με πρησμένα τα μάτια και σκυθρωπά πρόσωπα κατεβαίνανε τις σκάλες σα να πηγαίνανε σε κηδεία… σε κηδεία προσφιλούς προσώπου. Απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Στο βαθύτερο του εαυτού τους ανάγνωσμα. Τέτοιες ώρες, τέτοια επιχειρείς.
Και ο καιρός δεν βοηθούσε… ή μάλλον όχι. Γράψε λάθος. Βοηθούσε πολύ… σαν να ήξερε κάτι… χαλασμένος ήταν. Δεν ήταν ανοιξιάτικος… δεν ήταν μαγιάτικος. Ο ουρανός μαύρος. Ένας ψυχρός αέρας φυσάει και σηκώνει σύννεφα σκόνη. Βροχερό πρωινό και παγωμένο. Νευρικά και αποπνιχτικά ξημέρωσε η μέρα… μήνυμα για το μεγάλο κακό.
Μαζική εξόντωση. Κόκκινη, κατακόκκινη Πρωτομαγιά. Αίμα παντού… κοκκίνισε ο πράσινος τόπος του Σκοπευτηρίου. Μέσα στο Σκοπευτήριο έμπαιναν ένα-ένα τα αυτοκίνητα του Δήμου Αθηναίων για να πάρουν τους νεκρούς. Έμπαιναν από τη ΝΑ είσοδο και έφταναν ως και μέσα στον χώρο των εκτελέσεων. Εκεί ήταν οι εργάτες του Δήμου Καισαριανής κι έριχναν από 50 πτώματα σε κάθε αυτοκίνητο. Τα αυτοκίνητα ήταν τέσσερα. Καθένα που φόρτωνε έβγαινε έξω από το Σκοπευτήριο από τη ΝΑ πόρτα και περίμενε τα άλλα. Και εκεί κοντά και οι εργάτες του Δήμου Καισαριανής… είχαν εντολή από τον κατοχικό δοτό δήμαρχο. Ήταν εκεί για να μεταφέρουν τους νεκρούς με φορεία. Αυτοί, οι εργάτες, φρόντισαν και για τον χώρο.
Και στους δρόμους της αντάρτισσας Καισαριανής αναβρασμός…
Τα φορτηγά του δήμου γέμισαν. Η ζωή πεταμένη στα σκουπιδιάρικα. Η καμπάνα της εκκλησίας χτύπησε πένθιμα. Οι γυναίκες βγήκαν στους δρόμους και τους γέμισαν με λουλούδια. Έτσι έκαναν κάθε φορά που ο δρόμος πλημμύριζε από το αίμα των ηρώων. Πουθενά αλλού και σε κανέναν άλλο τόπο της Ευρώπης δεν έγιναν τόσες εκτελέσεις… σε έναν μικρό τόπο τόσες πολλές εκτελέσεις. Ήθελαν να τρομοκρατήσουν την αδούλωτη συνοικία. Και σ’ αυτό το θεάρεστο έργο βοηθούσαν και οι χίτες. Φώναζαν και πυροβολούσαν τις γυναίκες που πέταγαν λουλούδια στην οδό Σκοπευτηρίου πάνω στα αίματα που έτρεχαν από τα αυτοκίνητα. Όλος ο δρόμος έγινε κόκκινος. Από τα σκουπιδιάρικα έσταζε το αίμα.
Και τα παιδιά του ονείρου και της επανάστασης ταξιδεύουν… στους δρόμους και τα σοκάκια της Καισαριανής, στις προσφυγικές του λαού εστίες. Εκεί που ξάγρυπνα μάτια δακρύζουν. Ταράζονται με τον πρώτο κρότο… με την πρώτη ριπή. «Οι άτιμοι σκοτώνουν πάλι τα παλικάρια μας…». Και θυμούνται τις δικές τους συμφορές.
«Οι άτιμοι σκοτώνουν πάλι τα παλικάρια μας…», ίσως και να μην είναι αντίφαση. Αυτά τα παλικάρια αγάπησαν τη ζωή και περνούν στην αθανασία. Ίσως να μη συγκρούονται η ομορφιά της φύσης με το ταξίδι των αθανάτων. Ίσως. Ίσως έτσι έπρεπε να είναι. Τέτοια τιμή τους ταίριαζε. Χαμογελαστοί και τραγουδώντας αυτοί… γιορταστική, στα καλά της η φύση. Εξάλλου σε παρόμοιες καταστάσεις το τραγούδησε και ο Σoλωμός «Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρι…» και «…. όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει».
Ορθώνουν το ανάστημά τους στα μαρμαρένια αλώνια και βλέπουν κατάματα τον Χάροντα. Και αυτός… και αυτός τους σέβεται. Στη μάχη αυτή δεν υπάρχει νικητής και νικημένος. Σαν ένα όνειρο έμοιαζε… σαν έναν εφιάλτη. Τώρα, όμως, οι νύχτες αρχίζουν να μικραίνουν και να αλαφραίνουν. Πιο λίγα όνειρα, πιο λίγοι εφιάλτες.
Τα φορτηγά προχωρούσαν. Και στη Φορμίωνος και Υμηττού, που σταμάτησαν για λίγο, ο δρόμος γέμισε αίματα. Πήραν τον δρόμο προς την Ακρόπολη. Κι από εκεί πήραν την Ερμού, Πειραιώς, Πέτρου Ράλλη και έφτασαν στο Γ΄ Νεκροταφείο… η μακάβρια συνοδεία των αυτοκινήτων με τα διακόσια πτώματα. Έφτασε στην Κοκκινιά… Με λουλούδια σκέπαζαν τα ματωμένα ίχνη.
Η εντολή είχε δοθεί το βράδυ της παραμονής της Πρωτομαγιάς από τις γερμανικές αρχές… να ανοίξουν 200 ατομικούς τάφους στο ΒΔ τμήμα του Νεκροταφείου. Την ώρα που έφτασαν τα φορτηγά ήταν όλα έτοιμα. Ήταν έτοιμοι 200 τάφοι σε ένα τετράγωνο… 8 σειρές με 25 τάφους στην κάθε σειρά.
Κανείς δεν ήξερε ποιος βρισκόταν στον κάθε τάφο… κανείς… γι’ αυτό κάθε οικογένεια, που είχε δικό της εκτελεσμένο ανάμεσά τους, πήρε και περιποιήθηκε έναν τάφο, βάζοντας σ’ αυτόν το όνομα του δικού της.
Πολλές οικογένειες περιποιούνταν εκτός απ’ τον δικό τους τάφο και άλλους δύο ή περισσότερους. Έτσι μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα βρέθηκαν περιποιημένοι και με ένα απ’ τα 200 ονόματα όλοι οι τάφοι.
Από το Αστυνομικό Τμήμα Καισαριανής ειδοποίησαν ότι έχουν κάποια πράγματα των εκτελεσμένων. Τα μετέφεραν με ένα φορτηγό σε μια πρόχειρη αποθήκη. Από αυτά προσπάθησαν να ανακαλύψουν λίγα ονόματα… από ταυτότητες και σημειώματα.
Ζωντάνευαν όλοι εκείνοι οι πεθαμένοι. Και οι διακόσιοι ήταν εκεί… σαν να ήταν παρόντες… με τα παλιωμένα παπούτσια τους, τα τριμμένα μανίκια τους, με την αγωνία τους στα πρόχειρα σημειώματα.
Διαδόθηκε αστραπιαία η όλη υπόθεση. Ο κόσμος άρχισε να εισβάλλει στην αποθηκούλα. Ονόματα γίνονταν γνωστά από τα διάφορα χαρτιά και ταυτότητες που είχαν βρει μέσα στις τσέπες των νεκρών.
Οι συγγενείς των αγνώστων έπρεπε ν’ αναγνωρίσουν μόνοι τους κάποιο ρούχο και οι γυναίκες των χαμένων ανθρώπων αναστάτωναν ό,τι έβρισκαν εκεί μέσα με αλλοφροσύνη. Ξεφώνιζαν, μοιρολογούσαν, έκλαιγαν σιωπηλά.
Σύγχυση, πανικός, υστερία, θλίψη… και φωνές, πολλές φωνές. Σπαρακτικές φωνές. Χορός αρχαίας τραγωδίας έμοιαζε η συγκέντρωση των ανθρώπων εκεί. Χορός που οδύρεται για την τραγικότητα των ηρώων.
Κορυφαία του χορού μια μητέρα από την Πεντέλη. Ανακατεμένη με τα διάφορα πράγματα, τραβάει κάτι με δύναμη. Αναγνωρίζει το σακάκι του γιου της. Το αγκαλιάζει σαν να έχει ζωή. Το χαϊδεύει. Το κρατάει σφικτά… πολύ σφικτά, σαν να φοβάται μήπως το πάρει κάποιος. Δεν θα το επιτρέψει… Δεν θα το επιτρέψει. Δεν θα της το φέρουν τώρα μπαμπέσικα. Τώρα είναι μπροστά… είναι εδώ. Δεν απουσιάζει. Αρκετά… αρκετά έλειψε από τα παιδιά της.
Δεν θα της πάρουν το σακάκι. Κοιτάζει γύρω – γύρω… με φόβο και σφίγγει το σακάκι. Δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Σαν ποτάμι τρέχουν. Δεν μπορεί να διακρίνει τα πράγματα. Κάτι βλέπει όμως… κάτι που την τρομάζει ακόμα περισσότερο… ένα ακόμα ρούχο. Του άλλου παιδιού της… του μικρότερου. Χάνει προς το παρόν τον κόσμο. Συνέρχεται όμως. Πρέπει να συνέλθει. Αρπάζει το ρούχο και κρύβεται σε μια γωνιά… Πρέπει να φυλάξει καλά τα παιδιά της. Μην της τα πάρουν πάλι… αρκετά… αρκετά.
– Δεν θα μου τα πάρει κανείς… Θα πάρω τα παιδιά μου στο σπίτι. Θα τους ετοιμάσω ζεστό φαΐ… όπως παλιά. Θα μου κάνουν τα αστεία τους. Θα γελάμε όλοι μαζί. Μπορεί να τραγουδήσουμε κιόλας.
Σταμάτησε λίγο και διαγράφηκε ένα χαμόγελο στην έκφρασή της…
– Ναι… ναι, θα τραγουδήσουμε. Θα τραγουδήσουμε το «Τζιβαέρι»… να θυμηθούμε τον ξενιτεμένο, τον πατέρα.
Κρατάει σφικτά το σακάκι… και το άλλο ρούχο. Κοντεύει να το σκίσει. Κρατάει σφικτά τα παιδιά της.
– Τελειώσανε τα βάσανά σας, αγόρια μου… τελειώσανε.
Κοιτάει έντρομη γύρω της…
– Δεν θα σας αφήσω, αγόρια μου. Σιγά μη σας αφήσω σ’ αυτούς. Τους κακούς ανθρώπους. Δεν θυμάστε… το είπα. Δεν θα σας αφήσω ποτέ μόνους σας. Πάντοτε δίπλα σας θα είμαι. Και τώρα… δίπλα σας.
Δίπλα τους μέχρι το τέλος. Έτσι τη βρήκαν την επόμενη μέρα. Κρατούσε σφικτά τα παιδιά της. Δεν μπορούσαν να της τα πάρουν από τα χέρια ούτε τώρα. Είχαν σφίξει στα δάκτυλά της και κανείς δεν μπορούσε να τα αφαιρέσει. Κανείς. Πάντα δίπλα τους, όπως τους είχε υποσχεθεί…
*Ο Σπύρος Τζόκας είναι πανεπιστημιακός και συγγραφέας
Πηγή: 902.gr