Αν να κρατάς καλά μπορείς
το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ
της ταραχής των ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς
τον ίδιο τον εαυτό σου, όταν ο κόσμος
δεν σε πιστεύει κι αν μπορείς
να του σχωρνάς αυτή τη δυσπιστία.
Να περιμένεις αν μπορείς
δίχως να χάνεις την υπομονή σου.
Κι αν άλλοι σε συκοφαντούν,
να μην καταδεχθείς ποτέ το ψέμα,
κι αν σε μισούν, εσύ ποτέ
σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό
ή τον πολύ σοφό στα λόγια.
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς,
και να μην είσαι δούλος των ονείρων
αν να στοχάζεσαι μπορείς,
δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρίζεις σου βαστά
το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια
κι όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς
τους δυο τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς
όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς,
για νάναι για τους άμυαλους παγίδα,
ή συντριμμένα να θωρείς
όσα σου έχουν ρουφήξει τη ζωή σου
και πάλι να ξαναρχινάς
να χτίζεις μ’ εργαλεία πούναι φθαρμένα.
Αν όσα απόχτησες μπορείς
σ’ ένα σωρό μαζί να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς
κορόνα ή γράμματα όλα να τα παίξεις
και να τα χάσεις και απ’ αρχής,
ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι
και να μη βγάλεις και μιλιά
ποτέ γι’ αυτόν τον ξαφνικό χαμό σου.
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς
και σπλάχνα και μυαλό και όλα να τα
σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής,
κι ας είναι από πολύ καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός,
όταν δε σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση,
κράζοντας σ’ όλα αυτά: «ΒΑΣΤΑΤΕ».
Αν με τα πλήθη να μιλάς
μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς
δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί
μπορούνε πια ποτέ να πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς,
μα και ποτέ πάρα πολύ κανένα.
Αν του θυμού σου τις στιγμές
που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν
την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη,
μ’ όσα και μ’ ότι απάνω της κι αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ:
Άνδρας αληθινός θάσαι παιδί μου.