Γιώργος Παπαμανώλης – Ντόζας: “Ανατιμήσεις: Γιατί πρέπει να επιδοτηθεί το ρεύμα και να μειωθεί η φορολογία καυσίμων στη βιοτεχνία”

Το νέο οικονομικό έτος ξεκινά με την ισχυρότερη δυνατή πρόκληση που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν οι επιχειρήσεις -και ειδικά οι μικρομεσαίες, βιοτεχνικές και παραγωγικές- μετά την περίοδο της υγειονομικής κρίσης που προκάλεσε η έξαρση του κορωνοϊού. Οι αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και οι ανατιμήσεις που τις συνοδεύουν ελλοχεύουν κινδύνους για ένα νέο ντόμινο εξελίξεων που θα πλήξουν όχι μόνο την κατανάλωση αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

του  κ. Γεωργίου Παπαμανώλη – Ντόζα

(Συμπολίτης μας, Πρόεδρος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Πειραιώς)

Το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιώς παρακολουθεί τις εξελίξεις με ιδιαίτερη προσοχή και συνιστά προς την Κυβέρνηση να σταθεί στο πλευρό της αγοράς με γενναίες αποφάσεις που θα θωρακίσουν την οικονομία από τις κερδοσκοπικές τάσεις εξωγενών παραγόντων, αλλά και θα προστατεύσουν τις παραγωγικές επιχειρήσεις και τους εργαζομένους τους.

Η επικείμενη εμφάνιση του Πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην 85η Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης πρέπει να συνδυαστεί με ανακοινώσεις ανακούφισης των μικρών και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με επιδότηση ή ελάφρυνση από το κόστος του ηλεκτρικού ρεύματος ή ακόμα και με απαλλαγή από τον ΦΠΑ στην ενέργεια. Όπως παραδέχονται οι παράγοντες της αγοράς, η άνοδος της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος δημιουργεί πλεονάσματα στον Ειδικό Λογαριασμό Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΕΛΑΠΕ), τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επιδότηση των καταναλωτών, όσο καιρό χρειάζεται ώστε να εξισορροπηθεί η κατάσταση. Ανάλογες αποφάσεις θα πρέπει να ληφθούν ακόμα και για τη χρήση πετρελαίου για επαγγελματικές χρήσεις (όπως λ.χ. στις Μεταφορές, τη Ναυτιλία, την Ακτοπλοΐα, τα Logistics) με μείωση των φόρων που συνοδεύουν το τελικό κόστος του καυσίμου προς τις επιχειρήσεις.

Η ελληνική οικονομία δεν έχει καταφέρει να ανασυνταχθεί ούτε μετά τις ευνοϊκές συνθήκες που επικράτησαν στο τελευταίο τρίμηνο του 2014, ούτε μετά τις πολιτικές εξελίξεις που διαμορφώθηκαν το 2019. Μετά την ισχυρή ανατάραξη που προκάλεσε η υγειονομική κρίση και η εξάπλωση του κορονοϊού, οι επιχειρήσεις έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με ισχυρές επιβαρύνσεις όσον αφορά σε βασικούς παράγοντες κόστους (όπως είναι ο ηλεκτρισμός και τα καύσιμα).

Ήδη από το χειμώνα του 2020 το ΒΕΠ έχει επισημάνει προς την Κυβέρνηση με παρεμβάσεις του ότι οι βιοτεχνίες και οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις δίνουν καθημερινό αγώνα συγκράτησης των πρόσθετων βαρών που προκαλούνται από τους παράγοντες κόστους, όσο ωστόσο συνεχίζονται οι πιέσεις κανείς δεν θα μπορεί να προσδιορίσει το όριο των αντοχών που έχουν απομείνει στις επιχειρήσεις. Βρισκόμαστε μάλιστα σε θέση να γνωρίζουμε ότι οι βιοτεχνίες, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις βρίσκονται σταθερά, λόγω μεγέθους και ευελιξίας, σε δυσμενέστερη θέση από πέρυσι τον Μάρτιο.

Εκτιμούμε ότι η Κυβέρνηση πρέπει να ανακοινώσει μέτρα ανακούφισης το συντομότερο δυνατό, όχι επειδή “το λένε οι επιχειρηματίες” όπως θα μπορούσε να σχολιάσει κάποιος με επιπολαιότητα, αλλά διότι για πρώτη φορά μετά το 2002 η ευρωζώνη βρίσκεται ενώπιον μιας σοβαρότατης πληθωριστικής κρίσης. Πρέπει να θωρακιστεί η ελληνική οικονομία και η επιχειρηματική κοινότητα διότι ένα πληθωριστικό ντόμινο θα επιφέρει επιπτώσεις στο εισόδημα και την καθημερινότητα όλων μας. Αν λάβουμε μάλιστα υπόψιν μας τις συνθήκες φτωχοποίησης που βιώνουν επιχειρήσεις και εργαζόμενοι που επλήγησαν από τις πρόσφατες πυρκαγιές στην Αττική, ίσως βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας εφιαλτικής κατάστασης. Πρέπει να ληφθούν άμεσα μέτρα ανακούφισης, με τη μεγαλύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση.

Σε αντίθεση με την πολιτική που χρησιμοποιείται ο λόγος ως τέχνη του εφικτού, στις επιχειρήσεις τα πάντα λειτουργούν με την ταχύτητα της εξίσωσης. Όταν στα δεδομένα υπάρχει ο κίνδυνος του στασιμοπληθωρισμού (δηλαδή τον συνδυασμό πολύ χαμηλής ή στάσιμης ανάπτυξης έως υφεσιακών πιέσεων στην οικονομία) που μπορεί να συνδυαστεί με ανοδική τροχιά στις τιμές των προϊόντων και προηγούμενες διαδοχικές κρίσεις, τότε τα πράγματα για την ελληνική οικονομία είναι επιεικώς δυσοίωνα.  

Πηγή: capital.gr