Εχουμε ξεπεράσει τα όρια κατανάλωσης πόρων και το οικοσύστημα μας προειδοποιεί: οι καμπάνες της κλιματικής κρίσης ηχούν ήδη δυνατά
Οι τεράστιες πυρκαγιές της φετινής καλοκαιρινής περιόδου, από την Αχαΐα, τη Βαρυμπόμπη, την Εύβοια, την Ολυμπία κ.λπ. έως τον δυτικό Καναδά, είναι μία ακόμη υπενθύμιση ότι έχουμε ξεπεράσει τα όρια. Αν κάποιος δεν είναι ακόμη σίγουρος, φτάνει να σκεφτεί την αυξανόμενη συχνότητα των πρόσφατων καταστροφικών πυρκαγιών στη χώρα μας: από την Ηλεία (όπου έχασαν τη ζωή τους 63 άνθρωποι) το 2007, την Αττική (στο Μάτι έχασαν τη ζωή τους 102 άνθρωποι) το 2018 και τις φετινές καταστροφικές πυρκαγιές, που ελπίζουμε να μην έχουν θύματα.
Οι πυρκαγιές είναι μία μόνο από τις ηχηρές καμπάνες της κλιματικής κρίσης, που μας καλούν να αλλάξουμε ρότα τώρα και να κατευθύνουμε τις προσπάθειές μας σε δράσεις προσαρμογής στις αναπόφευκτες συνέπειές της και τη μετάβαση σε χαμηλού άνθρακα δραστηριότητες. Εχουμε ξεπεράσει τα όρια κατανάλωσης πόρων και το οικοσύστημα μας προειδοποιεί: οι καμπάνες της κλιματικής κρίσης ηχούν ήδη δυνατά, αλλά δεν είναι η μόνη κρίση: η κατάρρευση της βιοποικιλότητας, η υγεία –συμπεριλαμβανομένων των πανδημιών– και η ποιότητα ζωής λαμβάνουν συνεχώς χαρακτήρα αυξανόμενης κρίσης.
Η πρώτη προφανής αντίδραση είναι να στρέψουμε το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης για την ανάκαμψη στην αντιμετώπιση των κρίσεων, με προτεραιότητα στην προσαρμογή και τον μετριασμό της κλιματικής κρίσης, όπως είχαμε επιχειρηματολογήσει πριν από περίπου έναν χρόνο σε άρθρο μας (Καθημερινή, 25.07.2020). Πέρα όμως από τις επενδύσεις απαιτούνται και πολιτικές παρεμβάσεις για την προώθηση αλλαγών στη συμπεριφορά επιχειρήσεων και ατόμων (όρια εκπομπών, επιδοτήσεις νέων τεχνολογιών, φορολόγηση καυσίμων), που θα οδηγήσουν στην απαιτούμενη μείωση παραγωγής και κατανάλωσης νέων υλικών αγαθών. Η επιτυχία όμως τόσο των επενδύσεων όσο και των πολιτικών εξαρτάται από την κοινωνική αποδοχή τους, όπως δείχνουν για παράδειγμα οι αντιδράσεις κατά των ανεμογεννητριών στην Ελλάδα και τα Κίτρινα Γιλέκα στη Γαλλία.
Οι επενδύσεις δεν πρέπει να περιοριστούν στην ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου και οι πολιτικές θα πρέπει να έχουν απολύτως προοδευτικό χαρακτήρα, κατανέμοντας δικαιότερα τα κόστη και τα οφέλη από τη μετάβαση. Ο σχεδιασμός των επενδύσεων θα πρέπει να είναι τέτοιος, ώστε όχι μόνο να επιτρέπει, αλλά να προσκαλεί και να ενισχύει την ανάληψη επενδύσεων από μικρές μονάδες, τοπικούς φορείς, οργανώσεις και συνεταιρισμούς. Και θα πρέπει να καλύπτουν το σύνολο των τομέων της οικονομίας, από τον ενεργειακό έως τον αγροδιατροφικό. Αντίστοιχα, οι πολιτικές θα πρέπει να σχεδιαστούν με τρόπο ώστε το κύριο βάρος να πέφτει στα υψηλά εισοδήματα –και κυρίως στην υψηλή κατανάλωση διαρκών κατά βάση υλικών αγαθών– και όχι τόσο στη χρήση τους (που δεν μπορεί να έχει μεγάλες διακυμάνσεις με το εισόδημα).
Επομένως, η αλλαγή ρότας θα πρέπει να γίνει τώρα και να είναι διπλή: στις επενδύσεις και τις πολιτικές, αλλά και στην κατανομή του κόστους και των ωφελειών. Οι αλλαγές αυτές απαιτούν αλλαγές κοινωνικών αξιών και στόχων, δηλαδή επαναπροσδιορισμό των πηγών της ευημερίας και της ευτυχίας. Καθώς οι πολλαπλές κρίσεις που αντιμετωπίζουμε έχουν παγκόσμιο χαρακτήρα, οι απαιτούμενες αλλαγές αναγκαστικά έχουν παγκόσμιο και όχι μόνο εθνικό χαρακτήρα: Ενα σημαντικό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει γύρω από το όριο της φτώχειας, δικαιωματικά προσδοκά να αυξήσει την πρόσβασή του σε υλικά αγαθά. Αλλά και εντός των ανεπτυγμένων χωρών υπάρχει σημαντικός αριθμός πολιτών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Από την άλλη μεριά, η κατανάλωση υλικών αγαθών από όσους υπερκαταναλώνουν, αναγκαστικά πρέπει να μειωθεί, επαναπροσδιορίζοντας την ευημερία πέρα και πάνω από τη συνεχή αύξηση κατανάλωσης υλικών αγαθών.
Επομένως, οι κοινωνίες που έχουν υπερκαλύψει τις βασικές τους ανάγκες θα πρέπει να ξεπεράσουν τη μονομανία με την κατανάλωση υλικών αγαθών και να μοιραστούν τον υλικό τους πλούτο, με στόχο την εξάλειψη της φτώχειας, την εξασφάλιση της πρόσβασης στα βασικά υλικά αγαθά (πόσιμο νερό, τροφή, στέγη και ηλεκτρισμό), την υγειονομική περίθαλψη και την εκπαίδευση.
Στα παραπάνω, κυρίως ηθικά, επιχειρήματα όσον αφορά τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, θα πρέπει να προσθέσουμε και μερικά δεδομένα: τα οφέλη από την καύση ορυκτών καυσίμων, όχι μόνο δεν μοιράστηκαν ισόποσα μεταξύ των χωρών, αλλά πολλές φτωχές χώρες έχουν υποστεί ήδη τεράστιες βλάβες από την αύξηση της θερμοκρασίας που προκύπτει από την καύση των ορυκτών καυσίμων (Diffenbaugh and Burke, 2019). Το ίδιο συνέβη και σε εθνικό επίπεδο: για παράδειγμα, οι Garbinti, Goupille-Lebret και Piketty (2018) δείχνουν ότι στη Γαλλία το πλουσιότερο 1% έχει απορροφήσει πάνω από το 20% της αύξησης του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) των τελευταίων δεκαετιών, το οποίο είναι μεγαλύτερο από το μερίδιο που έλαβε το 50% των φτωχότερων εισοδημάτων. Είναι προφανώς προκλητικό να περιμένουμε να αναλάβουν σημαντικό μέρος της λύσης του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής οι φτωχότερες χώρες ή εντός των πλουσιότερων χωρών τα φτωχότερα στρώματα, όπως για παράδειγμα με μια αύξηση της τιμής των καυσίμων: ούτε οι διεθνείς διαπραγματεύσεις μπορεί να προχωρήσουν ούτε οι πολιτικές εντός των χωρών θα μπορέσουν να εφαρμοστούν.
Απαραίτητη για την παρακολούθηση και αξιολόγηση τόσο των επενδύσεων όσο και των πολιτικών είναι η δημιουργία δεικτών, πέρα από το ΑΕΠ.
Στην κατεύθυνση αυτή έχει ήδη γίνει σημαντική προεργασία, τόσο στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ όσο και της Ε.Ε. Οπως πολύ ξεκάθαρα πλέον δείχνει μια σειρά εργασιών (παράδειγμα Sen, Fitoussi and Stiglitz, 2010 και οι πρόσφατες OECD, 2019 και EC, 2021), το ΑΕΠ δεν είναι καλός δείκτης ούτε καν της οικονομικής αποτελεσματικότητας, καθώς –μεταξύ άλλων– δεν λαμβάνει υπόψη την κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου, αποτυπώνει μόνο ροές εισοδήματος και όχι τα αποθέματα (φυσικών κυρίως) κεφαλαίων που τα παράγουν, δεν μπορεί να εκτιμήσει αγαθά και υπηρεσίες που δεν περνούν από αγορές (φυσικό περιβάλλον και όχι μόνο), αγνοεί την απλήρωτη εργασία και αποτυγχάνει να μετρήσει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Εχει ήδη γίνει σημαντική δουλειά για την ανάπτυξη «πράσινων εθνικών λογαριασμών» και «εθνικών λογαριασμών διανομής», δηλαδή εθνικών στατιστικών που παρακολουθούν, όχι μόνο την αύξηση του ΑΕΠ αλλά και την επίδραση στο περιβάλλον, στους φυσικούς πόρους και τον τρόπο κατανομής του πλούτου.
Η αναγκαιότητα μετάβασης σε κοινωνική και οικονομική οργάνωση που θα στοχεύει, όχι μόνο στη μείωση χρήσης άνθρακα και την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών, αλλά και στην εξάλειψη της φτώχειας και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου είναι προφανής. Τα εργαλεία πολιτικής υπάρχουν, όπως επίσης και οι επενδυτικοί πόροι. Τέλος, οι δείκτες μέτρησης της αποτελεσματικότητάς τους έχουν ήδη διαμορφωθεί. Αυτό που μένει είναι η υιοθέτηση του νέου αυτού πλαισίου (στόχοι, εργαλεία πολιτικής και επενδύσεων και δείκτες μέτρησης) τώρα. Είτε θα πετύχουμε αυτή την ολιστική μετάβαση είτε θα οδηγηθούμε στη «βραζιλιανοποίηση» και την ταχύτατη έκπτωση των κοινωνιών μας. Προφανώς η επιλογή διαδρομής έχει παγκόσμιο χαρακτήρα, αλλά οι επιλογές κάθε χώρας τις επόμενες μία με δύο δεκαετίες θα προσδιορίσουν εν πολλοίς και τη θέση τους στο δίπολο αυτό.
Ε. Σ. Σαρτζετάκης, καθηγητής Οικονομικών του Περιβάλλοντος, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Ν. Χαραλαμπίδης, διευθυντής Ελληνικού Γραφείου της Greenpeace.
πηγή: Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ