Το τελευταίο διάστημα, όσοι ασχολούμαστε με τα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας, είμαστε μάρτυρες μίας διφορούμενης εικόνας. Από τη μία πλευρά έχουμε τον καθημερινό αγώνα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για επαγγελματική επιβίωση και μάλιστα υπό εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και από την άλλη ακούμε τις αισιόδοξες προβλέψεις κυβερνητικών στελεχών για το μέλλον, που εστιάζουν κυρίως στην αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Καταλαβαίνουμε την ανάγκη να τονωθεί η ψυχολογία της αγοράς και την πρόθεση της κυβέρνησης να δίνεται έμφαση στις «καλές» ειδήσεις, όμως δεν μπορεί να παραγνωρίζεται η πραγματικότητα. Και αυτή λέει ότι για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η κατάσταση είναι οριακή. Τόσο πολύ μάλιστα, που κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους και μετά το φθινόπωρο.
Ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Η ελληνική οικονομία βιώνει μία από τις μεγαλύτερες κρίσεις της. Ούτε η εποχή των μνημονίων δεν μπορεί να συγκριθεί με την ύφεση που έφερε η πανδημία. Το ότι ίσως δεν έχει γίνει ακόμα ορατή από όλους, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Μικρομεσαίοι που έκλεισαν για μήνες τις επιχειρήσεις τους, προσπαθούν τώρα να κερδίσουν ένα μερίδιο αγοράς που θα τους επιτρέψει να ανταποκριθούν στις αυξημένες υποχρεώσεις τους. Και μία τέτοια προσπάθεια μόνο εύκολη δεν είναι, εξαιτίας των συσσωρευμένων οφειλών, της ελάχιστης καταναλωτικής κίνησης και της έλλειψης των αναγκαίων κεφαλαίων που θα τους βοηθούσε στο restart των τελευταίων μηνών.
Ο μεγαλύτερος φόβος αυτών των ανθρώπων, όπως εκφράστηκε και σε σχετικές έρευνες του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών, είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες δεν βλέπουν φως στην άκρη του τούνελ, με το «λουκέτο» να είναι μία υπαρκτή πιθανότητα. Για να μη γίνει όμως βεβαιότητα, χρειάζεται η Πολιτεία να σταθεί δίπλα σε όσους έχουν πληγεί βαρύτατα από την πανδημία και να τους δώσει τα εφόδια εκείνα που θα τους βοηθήσουν να ορθοποδήσουν. Γιατί αν το αύριο είναι ζοφερό για μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επαγγελματίες, το αρνητικό αποτύπωμα στην κοινωνία θα είναι τεράστιο. Αρκεί να σκεφθεί κανείς το τσουνάμι των ανέργων που θα ακολουθήσει, αν αρχίσουν να κλείνουν επιχειρήσεις.
Για να υπάρξει αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτής της έκτακτης κατάστασης, χρειάζεται η λήψη έκτακτων μέτρων. Με πρώτο απ΄όλα τη διαγραφή μέρους των οφειλών όσων υπέστησαν μεγάλες ζημιές κατά το διάστημα της εφαρμογής των μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό και της αποπληρωμής του υπολοίπου σε πολλές δόσεις. Θα το λέμε συνεχώς. Όταν κάποιος έκλεισε το μαγαζί του για μήνες, δεν είναι σήμερα σε θέση να αποπληρώσει εφορία, ταμεία, τράπεζες, προμηθευτές. Θα πρέπει να αφεθεί στην τύχη του αυτός ο άνθρωπος; Όχι βέβαια. Είναι επιτακτική η ανάγκη λοιπόν να βρεθεί μία λύση στο θέμα της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους. Και μάλιστα αποτελεί αίτημα των μικρομεσαίων και σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Η κυβέρνηση δεν πρέπει να κλείσει τα μάτια στην σκληρή πραγματικότητα και οφείλει να δει ρεαλιστικά το αίτημα του Ε.Ε.Α. Μπορεί να έφερε ρύθμιση με εκατοντάδες δόσεις, όμως αν δεν συνδυαστεί με «κούρεμα», τότε δεν θα έχει καμία επιτυχία ο κυβερνητικός σχεδιασμός. Ελπίζω να γίνει έστω και τώρα αντιληπτό ότι η διαγραφή μέρους του χρέους αποτελεί μονόδρομο. Στο κάτω-κάτω δεν ευθύνονται οι μικρομεσαίοι που παρέμειναν κλειστοί τόσους μήνες. Υπάκουσαν σε μία κυβερνητική εντολή. Κανένας σώφρων επιχειρηματίας δεν θέλει η επιχείρηση του να βρίσκεται εκτός λειτουργίας.
Ένα άλλο άμεσο μέτρο που μπορεί να στηρίξει έναν σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων –κυρίως του λιανεμπορίου- είναι η επιδότηση κεφαλαίου κίνησης. Να στηριχθούν δηλαδή οι πληττόμενες επιχειρήσεις με προγράμματα αντίστοιχα της εστίασης και του τουρισμού. Χωρίς ρευστότητα, η επανεκκίνηση της όποιας δραστηριότητας αποκτά μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας. Πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμα δεν έχουν ανοίξει όλες οι επιχειρήσεις επειδή ακριβώς δεν έχουν τα αναγκαία κεφάλαια.
Το μεγάλο στοίχημα όμως είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και η ενίσχυση που μπορεί να προσφέρει συνολικά στο επιχειρείν. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν φαίνεται η πρόθεση της κυβέρνησης να στηρίξει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες. Υπάρχουν κάποιες γενικές αναφορές για δράσεις που θα τονώσουν την επιχειρηματικότητα, όμως δεν έχει γίνει γνωστό ακόμα πως και σε ποιους θα κατευθυνθούν τα κονδύλια αυτά. Θεωρώ αναγκαίο να ξεκινήσει ένας διάλογος στον οποίο θα συμμετέχουν κόμματα, φορείς, κοινωνικοί εταίροι, ώστε να συμφωνηθεί ένα πραγματικά αναπτυξιακό σχέδιο. Χρειάζεται δηλαδή ένας επανασχεδιασμός από την κυβέρνηση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν το 99,2% των επιχειρήσεων της χώρας. Αν δεν υπάρξει μέριμνα για αυτές, κανένα σχέδιο ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας δεν μπορεί να λειτουργήσει. Η κυβέρνηση οφείλει να σταθεί συνεπής στις εξαγγελίες της και να αποδείξει με έργα ότι επενδύει στην πρόοδο των ΜμΕ.
Αυτή η ευκαιρία που προσφέρεται στη χώρα μέσω των κονδυλίων της Ε.Ε., δεν πρέπει να χαθεί. Τώρα είναι η στιγμή που μπορούμε να κάνουμε το βήμα που θα μας οδηγήσει στην «επόμενη μέρα», με αιχμή του δόρατος τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Εμείς ως Επιμελητήριο θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για τη βελτίωση του επιχειρείν, έχοντας ένα διττό στόχο. Πρώτον, την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη στήριξη των μικρομεσαίων αυτή την κρίσιμη περίοδο ώστε να παραμείνουν σε λειτουργία και δεύτερον την περαιτέρω ενίσχυση τους για το πέρασμα τους στη νέα ψηφιακή εποχή, ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα τους.
Ήδη παρέχουμε στα μέλη μας δωρεάν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν το δικό τους e-shop και site, ενώ εκπονούμε και εκπαιδευτικά προγράμματα ώστε να αποκτήσουν τις απαιτούμενες γνώσεις στη χρήση της τεχνολογίας. Οι προσπάθειες μας δεν σταματούν εδώ. Γνωρίζουμε καλά ότι μόνο μέσα από την επιτυχημένη πορεία επιχειρήσεων και επαγγελματιών μπορούμε να προσδοκούμε καλύτερες μέρες για την οικονομία και τη χώρα.