Συμφώνα με τη διεθνή ορολογία, στον όρο «Κοινωνική Οικονομία» αποδίδεται μια σειρά από εναλλακτικές έννοιες όπως: τρίτος τομέας, μη κερδοσκοπικός τομέας, αλληλέγγυα οικονομία, εναλλακτική οικονομία, οικονομία του μη κέρδους. Το περιεχόμενο της κοινωνικής οικονομίας και η οριοθέτησή του διαφέρει μεταξύ αυτών που καταπιάνονται με το θέμα, όμως σε γενικές γραμμές, τα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας προϋποθέτουν τα εξής:
1.Τα πρωτεία να δίνονται στον ανθρώπινο παράγοντα και την κοινωνική αποστολή σε σχέση με τον οικονομικό σκοπό.
2.Την εθελοντική και ανοικτή συμμετοχή των μελών και τον δημοκρατικό έλεγχο τους.
3.Το συνδυασμό των ενδιαφερόντων των μελών, αλλά και του γενικού καλού.
4.Την υπεράσπιση και την εφαρμογή των αρχών της αλληλεγγύης και της υπευθυνότητας.
5.Την αυτόνομη διοίκηση και την ανεξαρτησία από τις δημόσιες αρχές.
6.Το επαρκές πλεόνασμα για την εκτέλεση των βιώσιμων στόχων και των υπηρεσιών τους.
Στην Ελλάδα, η κοινωνική οικονομία έχει ως κύρια βάση το Ν.4019/2011, στον οποίο ορίζεται ως: “το σύνολο των οικονομικών, επιχειρηματικών, παραγωγικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων, οι οποίες αναλαμβάνονται από νομικά πρόσωπα ή ενώσεις προσώπων, των οποίων ο καταστατικός σκοπός είναι η επιδίωξη του συλλογικού οφέλους και η εξυπηρέτηση γενικότερων κοινωνικών συμφερόντων“. Ως φορέας της Κοινωνικής Οικονομίας, θεσπίζεται η Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση (Κοιν.Σ.Επ.), η οποία είναι αστικός συνεταιρισμός με κοινωνικό σκοπό, ενώ ανάλογα με τον ειδικότερο σκοπό τους, διακρίνονται σε 3 κατηγορίες: α) Ένταξης, β) Κοινωνικής φροντίδας, γ) Συλλογικού-Παραγωγικού Σκοπού.
Ειδικά, στην τρίτη κατηγορία ανήκουν Κοιν.Σ.Επ. που αφορούν στην παραγωγή προϊόντων και παροχή υπηρεσιών για την κάλυψη των αναγκών της συλλογικότητας (πολιτισμός, περιβάλλον, οικολογία, εκπαίδευση, παροχές κοινής ωφέλειας, αξιοποίηση τοπικών προϊόντων, διατήρηση παραδοσιακών δραστηριοτήτων κλπ), προάγοντας το τοπικό και συλλογικό συμφέρον, την απασχόληση, την ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της τοπικής ή περιφερειακής ανάπτυξης.
Τα τελευταία χρόνια, καταγράφηκαν αρκετά προβλήματα, δύο από τα οποία είναι τα βασικότερα: α) κατακερματισμένο και έλειπες υπάρχον θεσμικό πλαίσιο που περιορίζει την κοινωνική οικονομία και β) ο εξ’ αρχής αποκλεισμός των εγχειρημάτων και οργανώσεων με πραγματική εμπλοκή και γνώση του πεδίου.
Από την άλλη, διαπιστώνεται εύκολα ότι η λειτουργία και οι δράσεις των πολιτιστικών κυρίως σωματείων, περιλαμβάνουν σχεδόν όλα τα καταγεγραμμένα χαρακτηριστικά της κοινωνικής οικονομίας.
Για παράδειγμα, από την εποχή της Τουρκοκρατίας, δεν ήταν λίγοι οι Κρήτες που έρχονταν στην Αθήνα ως πρόσφυγες, είτε αργότερα μεταπολεμικά, ως εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες. Σχεδόν παράλληλα με την μετακίνηση τους, άρχιζε και η αυτοοργάνωσή τους, αρχικά σε άτυπες επιτροπές και τελικώς σε πολιτιστικά σωματεία διαφόρων κατηγοριών. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε την «Επιτροπή περίθαλψης Κρητών προσφύγων» που συνεστήθη στον Πειραιά και περιέθαλπε τους πρόσφυγες που έρχονταν από την Κρήτη στον Πειραιά, γνωστή σήμερα ως «Αδελφότητα Κρητών Πειραιά η ΟΜΟΝΟΙΑ». Η πηγαία αιτία σύστασης τέτοιων οργανώσεων ήταν αρχικά η ανάγκη της συσπείρωσης των Κρητικών της πρωτεύουσας και όχι μόνο, σε μια προσπάθεια διατήρησης της ενότητας και της μεταξύ τους αλληλεγγύης, αλλά ταυτόχρονα προσάρμοζαν τη δράση τους, ανάλογα με τις συνθήκες και ανάγκες της κάθε εποχής.
Στις μέρες μας το πλήθος των σωματείων που απαρτίζουν το πολιτιστικό συλλογικό οικοδόμημα, είναι τεράστιο, καλύπτοντας σχεδόν όλον τον κόσμο και με δράσεις σε όλο το φάσμα της πολιτιστικής και κοινωνικής ζωής (διοργάνωση εκδηλώσεων (πολιτιστικών, εθιμοτυπικών, ενημερωτικών κλπ), προβολή παραδοσιακών προϊόντων, θεματικές ημερίδες και συνέδρια, παροχή βοήθειας σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και πολλές άλλες.
Όλες αυτές οι δράσεις, αποκτούν εξαιρετικά μεγαλύτερη σημασία λόγω της αβάστακτης και διαρκούς οικονομικής κρίσης που βιώνει ο τόπος μας, απαιτούν προϊόντα, μέσα και υπηρεσίες που προφανώς επιλέγονται κυρίως από τον παραγωγικό ιστό της Κρήτης αλλά και της υπόλοιπης χώρας, δημιουργούν υπεραξίες όπως είναι η κοινωνική ασφάλεια και ευημερία, συμβάλλουν στην παραγωγή πολιτιστικού και ψυχικού πλούτου, αναδεικνύουν τον φυσικό πλούτο της ιδιαίτερης πατρίδας μας, υποβοηθώντας την τουριστική ανάπτυξη της χώρας, συμβάλλουν ενεργά στην οικονομία της ιδιαίτερης πατρίδας μας αλλά και της Ελλάδας γενικότερα, αν συνειδητοποιήσει κανείς τον συνολικό κύκλο εργασιών. Είναι επίσης γνωστό σε όλους, ότι τα πολιτιστικά σωματεία αποτελούν κοιτώνες εθελοντικής δράσης και προσφοράς, αξιοποιώντας τις φυσικές, οικονομικές και ψυχικές δυνάμεις των πολυάριθμων μελών τους.
Κι όμως παρόλα αυτά, με το ισχύον θεσμικό πλαίσιο τα πολιτιστικά σωματεία δεν μπορούν ή τουλάχιστον είναι σχεδόν αδύνατο να ενταχθούν στο Μητρώο Κοινωνικής Οικονομίας και Επιχειρηματικότητας, με αποτέλεσμα ο υπάρχων μηχανισμός να μένει στην ουσία αναξιοποίητος!
Τα πολιτιστικά σωματεία αφού μπορούν και συμμετέχουν ενεργά στην εφαρμοσμένη κοινωνική οικονομία, θα πρέπει να μπορούν να ενταχθούν και επίσημα στον μηχανισμό της. Έτσι, θα επιτευχθεί η αξιοποίηση της πρότερης γνώσης, των εμπειριών και το διαθέσιμο ανθρώπινο προσωπικό, του πολιτιστικού και πολιτισμικού υπόβαθρου των σωματείων.
Ως μέλη των πολιτιστικών σωματείων, αλλά και γενικότερα ως λαός, είμαστε υπερήφανοι, είμαστε αγωνιστές, είμαστε εθελοντές, είμαστε αλληλέγγυοι, είμαστε φιλόξενοι, είμαστε πολιτισμένοι! Και βεβαίως, έχουμε ήδη θέσει στην υπηρεσία της πατρίδας μας, τις γνώσεις μας, τις εμπειρίες και τις δυνάμεις μας για την επιτυχία της, αλλά κυρίως για την ευημερία των ανθρώπων της.
Πρεντάκης Παντελής