Το ΚΚΕ καλεί σε μαζικό λαϊκό ξεσηκωμό για να αποσυρθεί τώρα το νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ, που προσπαθεί να “βάλει στο γύψο” το δικαίωμα στην εργατική λαϊκή κινητοποίηση, για το οποίο χύθηκαν ποταμοί αίματος.
Ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι με το νομοσχέδιο “μπαίνει τάξη” στην ταλαιπωρία του λαού, εξαιτίας διαδηλώσεων “μικρών και ολιγάριθμων ομάδων”, δεν είναι παρά ένα άθλιο “προπέτασμα καπνού”. Στην πραγματικότητα, με τις ρυθμίσεις, μπαίνει στο στόχαστρο κάθε λαϊκή διαμαρτυρία. Για τα συγκοινωνιακά προβλήματα, τις καθυστερήσεις και τις ελλείψεις στα Μέσα Μεταφοράς, την αναδουλειά στα εμπορομάγαζα δε φταίνε οι συγκεντρώσεις αλλά η ίδια αντιλαϊκή πολιτική, που αυξάνει τα προβλήματα του λαού και τον βγάζει στο δρόμο για να διεκδικήσει το δίκιο του.
Το νομοσχέδιο αποτελεί έναν επιπλέον σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα μέτρων έντασης της κρατικής τρομοκρατίας, του αυταρχισμού και της καταστολής, που προώθησαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις –με τη σημερινή να προχωράει παραπέρα– για να στηρίξουν την επίθεση του κεφαλαίου σε βάρος των εργατικών λαϊκών αναγκών.
Το νομοθετικό αυτό τερατούργημα κάνει ξεκάθαρο ότι στοχεύει κάθε ριζοσπαστική, προοδευτική ιδεολογία και πράξη, αφού προβλέπεται η δημιουργία “Διεύθυνσης Πρόληψης της Βίας” στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, με στόχο την αντιμετώπιση της “ιδεολογίας της βίας”, “την πρόληψη των διαφόρων μορφών και εκφάνσεων της βίας, όπως ιδίως, η ριζοσπαστικοποίηση και ο βίαιος εξτρεμισμός, η ενδοοικογενειακή και η έμφυλη βία κλπ”. Συνειδητά δηλαδή “τσουβαλιάζεται” ο ριζοσπαστισμός και η πολιτική εναντίωσης στη δικτατορία του κεφαλαίου με υπαρκτές μορφές βίας (όπως η ενδοοικογενειακή, ενδοσχολική βία κλπ).
Δεν πρόκειται όμως για “πρωτοτυπία” της κυβέρνησης της ΝΔ. Μόλις πριν 6 μήνες η ΕΕ, σε έκθεσή της, κατέγραφε ρητά ως κίνδυνο για την ασφάλεια τις “λαϊκές διαδηλώσεις διαμαρτυρίας”. Η ποινικοποίηση της ριζοσπαστικής -και κατ’ επέκταση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πράξης- αποτελεί επίσημη πολιτική της ΕΕ. Η ΕΕ όλα αυτά τα χρόνια στο όνομα της δήθεν καταπολέμησης της “τρομοκρατίας”, σταθερά διευρύνει το περιεχόμενό της με κάθε ριζοσπαστική, ανατρεπτική ιδεολογία και πρακτική, αντιμετωπίζοντας τη «ριζοσπαστικοποίηση» και τον «εξτρεμισμό» ως κύριες πηγές της «τρομοκρατίας». Επίσης, με την ταυτόχρονη προσπάθεια εξίσωσης του ναζισμού με τον κομμουνισμό, στο όνομα του “ολοκληρωτισμού”, αποδεικνύεται ότι στο στόχαστρο τίθεται η κομμουνιστική ιδεολογία και δράση που κατευθύνεται στην ανατροπή ενός σάπιου και βάρβαρου συστήματος.
Το νομοσχέδιο επιδιώκει να συκοφαντήσει τους λαϊκούς αγώνες και να θέσει υπό απαγόρευση και περιορισμό κάθε κινητοποίηση, μέσα από διατάξεις – λάστιχο, που θα τις ερμηνεύουν οι αστυνομικές αρχές και οι άλλοι μηχανισμοί καταστολής. Έχει στόχο να χειραγωγήσει τις συνειδήσεις, ειδικά της νεολαίας, εμφανίζοντας τη συμμετοχή στις κινητοποιήσεις ως κάτι εν δυνάμει “εγκληματικό” και “επικίνδυνο”.
Εισάγει προκλητικούς αντιδραστικούς περιορισμούς, ξεπερνώντας ακόμα και αυτούς που θέτει το ίδιο το αστικό Σύνταγμα! Το νομοσχέδιο ορίζει σημεία που εξ αρχής απαγορεύονται συγκεντρώσεις (όπως δημόσιες υπηρεσίες, υπουργεία κλπ), ενώ μπορεί να απαγορευθούν και σε άλλες περιπτώσεις, όπως όταν πραγματοποιούνται χωρίς γνωστοποίηση στις αρχές ή αν δεν συμμορφώνονται οι διαδηλωτές στους περιορισμούς.
Προχωράει, όχι μόνο στην απαγόρευση και τον περιορισμό των διαδηλώσεων, αλλά και γενικά των συγκεντρώσεων. Και μάλιστα αναγνωρίζει τη δυνατότητα πραγματοποίησης αυθόρμητων δημόσιων συναθροίσεων μόνο για γεγονότα “κοινωνικής σημασίας”, προϋπόθεση που μπορεί να ερμηνευθεί κατά το δοκούν κι αυθαίρετα.
Αναθέτει στην αστυνομία υπερεξουσίες και διευρύνει τον κατασταλτικό ρόλο του λιμενικού σώματος, καθώς νομιμοποιείται η χρησιμοποίησή του ενάντια στις εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις.
Ανάγει σε ιδιώνυμο αδίκημα τη συμμετοχή σε απαγορευμένη συγκέντρωση – διαδήλωση!
Εισάγει απαγορεύσεις με βάση το “σκοπό” της συγκέντρωσης, σε συνδυασμό με τη συνεκτίμηση του αριθμού των συμμετεχόντων. Αντίστοιχα, θέτει προληπτικούς περιορισμούς κατά παράβαση ακόμα και στοιχειωδών αρχών του ποινικού κώδικα, αφού αναφέρεται ότι η αστυνομική αρχή μπορεί να λαμβάνει μέτρα και στην περίπτωση αξιόποινων πράξεων “που η τέλεσή τους πιθανολογείται σοβαρά”.
Δίνει τη δυνατότητα να μπορεί να αποφασιστεί η απαγόρευση μέχρι και την τελευταία στιγμή, αφού δεν ορίζεται σαφής χρόνος γνωστοποίησης από τον οργανωτή, ούτε σαφής χρόνος ενημέρωσης από τις αστυνομικές αρχές για το αν απαγορεύεται ή όχι μια συγκέντρωση – διαδήλωση. Απ’ την άλλη μεριά, κατά την υποχρεωτική γνωστοποίηση στις αρχές, απαιτούνται τα στοιχεία ταυτότητας του οργανωτή και σαφή πρόβλεψη για την έναρξη – λήξη – διαδρομή της συγκέντρωσης.
Ανοίγει το δρόμο για προβοκατόρικες ενέργειες, στοιχείων που μπορεί να προκαλέσουν επεισόδια σε μια συγκέντρωση, με σκοπό είτε τη διάλυσή της είτε και την οικονομική εξόντωση των φορέων, σωματείων κ.λπ. που τη διοργανώνουν και που φέρουν -με βάση το νομοσχέδιο- αντικειμενική ευθύνη για ενέργειες τέτοιων προβοκατόρων, τη στιγμή που είναι “κοινό μυστικό” ότι αυτοί καθοδηγούνται άμεσα από κρατικούς και “παρακρατικούς” μηχανισμούς.
Η κυβερνητική προπαγάνδα που βρίσκεται σε εξέλιξη αυτές τις μέρες, ότι τάχα το αντιδραστικό νομοσχέδιο και οι διατάξεις του “δεν αφορούν τις οργανωμένες, περιφρουρημένες πορείες και διαδηλώσεις” του ταξικού κινήματος, είναι στάχτη στα μάτια της εργατικής τάξης, όλων των προοδευτικών ανθρώπων. Η επί δεκαετίες πείρα του εργατικού – λαϊκού κινήματος αποδεικνύει ότι βασικός στόχος τέτοιων αυταρχικών κατασταλτικών μέτρων είναι το ίδιο το εργατικό, ταξικό κίνημα, το κομμουνιστικό κίνημα, όσο κι αν ακολουθείται συγκεκριμένη κλιμάκωση έως την τελική εφαρμογή του.
Αυτό το κίνημα είναι όμως που τελικά θα ανατρέψει οριστικά και αμετάκλητα αυτή τη φορά τέτοιες αντιδραστικές πρακτικές, τέτοιους αντιλαϊκούς νόμους.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που κατηγορεί την κυβέρνηση της ΝΔ για αντιδημοκρατική πρακτική, έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης, αφού ως κυβέρνηση ακολούθησε παρόμοιες πρακτικές. Παραμένει σε ισχύ η άθλια διάταξη για απαγόρευση των κινητοποιήσεων κατά των πλειστηριασμών, που θεσπίστηκε απ’ την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ως ιδιώνυμο αδίκημα. Κυρίως, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται γιατί έριξε “νερό στο μύλο” της θεωρίας περί “μειοψηφιών που ταλαιπωρούν”, πάνω στην οποία στήριξε το δικό του νόμο για τον περιορισμό του δικαιώματος στην απεργία και που σήμερα αξιοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ, ενώ αρνήθηκε την κατάργηση των τρομονόμων, όπως επανειλημμένως πρότεινε το ΚΚΕ, που αποτελούν τη νομοθετική μήτρα των ρυθμίσεων περί “ριζοσπαστικής” βίας.
Το νομοσχέδιο, που κατατίθεται κατ’ απαίτηση του κεφαλαίου, αποτελεί κυβερνητική ομολογία για την κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και δρα προληπτικά σε βάρος του εργατικού – λαϊκού κινήματος. Είναι, όμως, βαθιά γελασμένη και ανιστόρητη η κυβέρνηση αν νομίζει ότι αυτό το τερατούργημα θα εφαρμοστεί στη ζωή και θα νομιμοποιηθεί στη συνείδηση του λαού και της νεολαίας.
Ο λαός με την πάλη του και με την “οργανωμένη απειθαρχία” του δεν θα “συμμορφωθεί προς τας υποδείξεις”. Θα το ακυρώσει στην πράξη, όπως έκανε με τόσους άλλους παρόμοιους νόμους στο παρελθόν.
Κομματική Οργάνωση Αγίας Βαρβάρας του ΚΚΕ