Στον απολογισμό πρώτου τριμήνου της κυβέρνησης Μητσοτάκη, ένα είναι το κεντρικό συμπέρασμα:
Παρουσιάσθηκε ως μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή δεξιάς κυβέρνησης, με πρόθεση να στηρίξει τη μεσαία τάξη και τους πλέον αδύναμους και να αναθερμάνει την ανάπτυξη, ασκώντας την εξουσία με σύνεση και αποτελεσματικότητα.
Αλλά κάθε ημέρα που περνά η πειστικότητα αυτού του αφηγήματος εξασθενεί, καθώς αναδεικνύεται το αληθινό πρόσωπο της πολιτικής της.
Τα παραδείγματα, που δείχνουν ότι και αυτή η κυβέρνηση της Δεξιάς υποκριτικά εκδηλώνει ενδιαφέρον για τους πολλούς, ενώ συστηματικά ενισχύει τους λίγους, αλλά και ότι η περιβόητη αποτελεσματικότητά της αποτελεί μια καλοστημένη μυθοπλασία, δυστυχώς είναι πολλά.
Στα εργασιακά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη εκδηλώνει με απόλυτη καθαρότητα την πρόθεσή της να ευνοήσει επιχειρήσεις, ιδίως τις μεγαλύτερες, εις βάρος των εργαζόμενων και μάλιστα με ρυθμίσεις που ανοίγουν το δρόμο για πελατειακές εξυπηρετήσεις και αυθαιρεσίες.
Χαρακτηριστικά , εντάσσονται στο αχανές σχετικό πολυνομοσχέδιο ρυθμίσεις, θεωρητικά αναπτυξιακές, που στην πραγματικότητα επιβάλλουν στους εργαζόμενους νέες θυσίες:
Εξαιρούνται από τις κλαδικές συμβάσεις οι επιχειρήσεις με σοβαρά οικονομικά προβλήματα, εξαιρούνται επιχειρήσεις ή και ολόκληρες περιοχές της χώρας από την αρχή της ευνοϊκότερης ρύθμισης (για να πέσουν οι αμοιβές στον ελάχιστο παρονομαστής της εθνικής, γενικής συλλογικής σύμβασης).
Μάλιστα, δίνεται στον υπουργό Εργασίας η αρμοδιότητα να κρίνει ποιοι κλάδοι αντιμετωπίζουν προβλήματα, με «θολά» κριτήρια, κάτι που αφήνει πολλά περιθώρια αυθαιρεσίας στις αποφάσεις για την εξυπηρέτηση ορισμένων κλάδων. Η κυβέρνηση δεν φαίνεται να έχει διδαχθεί το παραμικρό από την εμπειρία της εποχής της κρίσης.
Ακόμη και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο τονίζει πλέον ότι το βάρος της εσωτερικής υποτίμησης, που ήταν αναγκαία για να ανακάμψει η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, έπεσε στις πλάτες των εργαζόμενων, με τεράστια μείωση των αμοιβών τους και υποβάθμιση των δικαιωμάτων τους, ενώ οι επιχειρήσεις προστατεύθηκαν, με αποτέλεσμα το γνωστό σε όλους φαινόμενο της καθήλωσης των εισοδημάτων, τη στιγμή που οι τιμές αγαθών και υπηρεσιών έμειναν επίμονα υψηλές.
Η ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΕΠΙΛΕΓΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙ ΣΤΙΣ ΠΛΑΤΕΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΩΝ ΚΛΑΔΩΝ
Χωρίς να υπάρχει λόγος να γίνουν νέες θυσίες από τους εργαζόμενους, τώρα που η χώρα έχει βγει από τα προγράμματα σταθεροποίησης, η κυβέρνηση επιλέγει και πάλι να μεταφέρει στις πλάτες τους μεγάλο μέρος από το βάρος της εξυγίανσης προβληματικών κλάδων.
Αυτή είναι μια κατ’ εξοχήν δεξιά επιλογή οικονομικής πολιτικής, που δεν μπορεί να κρύβεται πίσω από αναπτυξιακό προσωπείο.
Η ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗ ΣΤΟ ΑΠΥΡΟΒΛΗΤΟ.
Για τη θεραπεία των μεγάλων «πληγών» της φοροδιαφυγής και του λαθρεμπορίου, η νέα κυβέρνηση ελάχιστα έχει να παρουσιάσει.
Ως κύριο μέτρο για τη μείωση της φοροδιαφυγής ενσωματώνεται στον προϋπολογισμό του 2020 η υποχρεωτική αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, με την επιβολή ενιαίου ελάχιστου ποσοστού 30% για το εισόδημα που καταναλώνεται με ηλεκτρονικές πληρωμές.
Είναι άραγε αυτό ένα μέτρο που θα υποχρεώσει τους επαγγελματίες με τα υψηλά ποσοστά φοροδιαφυγής να εκδίδουν αποδείξεις, αντί να συναλλάσσονται με τους πελάτες τους χωρίς απόδειξη με αμοιβαίο όφελος και εις βάρος του δημόσιου ταμείου;
Προφανώς, όχι. Απλώς θα εκδίδονται περισσότερες αποδείξεις από κλάδους που ήδη έχουν χαμηλά ποσοστά φοροδιαφυγής.
Πραγματικοί κερδισμένοι θα είναι οι τράπεζες, που επιβάλλουν εξωφρενικές προμήθειες στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, χωρίς τον παραμικρό έλεγχο από αρμόδιες αρχές, όπως η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Όσον αφορά,τον καλύτερο έλεγχο της φοροδιαφυγής , του λαθρεμπορίου, του «σκοτεινού» πλούτου, η κυβέρνηση το μόνο που έχει να εισφέρει ως τώρα είναι οι «διαρροές» από το υπουργείο Οικονομικών για νέα περαίωση ανέλεγκτων χρήσεων, που μας γυρίζει πίσω στις χειρότερες εποχές της Καραμανλικής διακυβέρνησης, όταν οι φοροφυγάδες έπαιρναν «αμνηστία» και εξασφάλιζαν ασυλία από ελέγχους, καταβάλλοντας μικροποσά.
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΠΟΥ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΝ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ
Ακόμη και ορισμένες φορολογικές ρυθμίσεις που φαίνονται εύλογες για να ενισχυθεί η οικοδομική δραστηριότητα και η ανάπτυξη, σχεδιάζονται , με τρόπο που δημιουργεί πολλά ερωτήματα για το ποιος τελικά θα ωφεληθεί.
Για παράδειγμα, η τριετής αναστολή στον ΦΠΑ για τις νεόδμητες κατοικίες δεν έχει αποφασισθεί ακόμα από ποιο χρονικό σημείο και μετά θα έχει ισχύ.
Ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα, όπως οι επενδυτές στο Ελληνικό, που σχεδιάζουν να διαθέσουν 10.000 νέες κατοικίες, είναι βέβαιο ότι θα ωφεληθούν από τη ρύθμιση.
Σε κίνδυνο τίθενται, όμως, όλοι οι μικρότεροι «παίκτες» της αγοράς, αν αυτή «σπάσει» σε δύο ταχύτητες:
χιλιάδες απούλητες κατοικίες θα πρέπει να διατίθενται με ΦΠΑ, τη στιγμή που οι νέες κατοικίες θα πωλούνται σε πολύ χαμηλότερη τιμή, χωρίς ΦΠΑ.
ΕΙΣΒΟΛΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΣΕ ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΕΣ
Η κυβέρνηση δεν κρύβει τις νεοφιλελεύθερες διαθέσεις της για εισβολή χωρίς όρους και κριτήρια ιδιωτικών συμφερόντων σε δημόσιες λειτουργίες.
Έτσι λοιπόν μέσα από το σχέδιο νόμου για την ανάπτυξη,οδηγούμαστε σε ιδιωτικοποίηση των δημοσίων έργων ,μελετών και υπηρεσιών με πρόσχημα την γρήγορη εκτέλεση επενδύσεων.
Και εδώ χωράει η γνωστή ρήση…”Ε,ρε γλέντια”
Βασικές λειτουργίες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με πρώτη τη συλλογή και μεταφορά στερεών αποβλήτων και ανακυκλώσιμων υλικών, με «αναπτυξιακή» ρύθμιση που περιλήφθηκε στο «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο θα μπορούν να εκχωρούνται σε ιδιώτες, χωρίς να απαιτείται απόφαση Δημοτικού Συμβουλίου με απόλυτη πλειοψηφία και αιτιολόγηση της απόφασης.
Κατασκευαστικοί όμιλοι που βγάζουν πλέον περισσότερα από τη διαχείριση απορριμμάτων, παρά από την κατασκευή έργων, είναι σίγουρο ότι θα ωφεληθούν από αυτή την «άτσαλη» ιδιωτικοποίηση, αλλά δεν είναι καθόλου σαφές τι έχουν να κερδίσουν οι τοπικές κοινωνίες.
Η θεωρία περί δραστικών μέτρων και αποφασιστικών κινήσεων για τη διευκόλυνση μεγάλων επενδύσεων,σε κάποιες περιπτώσεις , έχει αρχίσει να «ξεθωριάζει». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της επένδυσης στο χρυσό της Χαλκιδικής.
Η κυβέρνηση έσπευσε να προσφέρει απλόχερα μέτρα διευκόλυνσης των Καναδών επενδυτών, αλλά διαπιστώνεται ότι εκείνοι δεν διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση και αναζητούν στρατηγικό επενδυτή.
Διαπιστώνεται, επίσης, ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει σε σχέση με τη βασική αδυναμία αυτού του επενδυτικού σχεδίου, δηλαδή τη δημιουργία μεταλλουργικής μονάδας για την παραγωγή του τελικού προϊόντος, για την οποία η ιδιωτική εταιρεία βρίσκεται σε δικαστική διένεξη με το Δημόσιο και αναμένεται η κρίση του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Έτσι, η κυβέρνηση βιάσθηκε να προσφέρει «γη και ύδωρ» στον επενδυτή, χωρίς να προσεγγίσει τα ουσιαστικά προβλήματα αυτού του επενδυτικού σχεδίου, το οποίο παραμένει και σήμερα μετέωρο.
ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΑ ΣΤΗΝ ΧΑΡΑΞΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Τελευταίο, αλλά όχι λιγότερο σημαντικό στοιχείο μιας οικονομικής πολιτικής που παραπέμπει στην παλιά, καλή (;) Δεξιά είναι η πρόδηλη αναξιοπιστία και προχειρότητα στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, που, ως γνωστόν, είχε ως κορυφαία εκδήλωση στο παρελθόν τις θεωρίες περί «θωρακισμένης οικονομίας» και τα… μέτρα της χαρτοπετσέτας του Γιάννη Παπαθανασίου.
Για να «βγουν τα νούμερα» του προϋπολογισμού της, η κυβέρνηση Μητσοτάκη βασίσθηκε σε υπερβολικά φιλόδοξες μακροοικονομικές προβλέψεις, εντελώς αμφίβολης αξιοπιστίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή ραγδαίας επιδείνωσης των διεθνών συνθηκών.
Όπως αναφέρει το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, «ο ρυθμός μεγέθυνσης του 2020 προβλέπεται διπλάσιος από εκείνον της Ευρωζώνης (2,8% έναντι 1,4%) και αρκετά υψηλότερος από τις αντίστοιχες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΔΝΤ (2,2%)».
Προφανώς αυτή η πρόβλεψη δεν είναι πειστική και, αν εκδηλωθούν ισχυροί αντίθετοι άνεμοι από τη διεθνή οικονομία η κυβέρνηση θα βρεθεί στη δυσάρεστη θέση να αναζητήσει διορθωτικά μέτρα.
«Υπάρχουν αβεβαιότητες που σχετίζονται με τα περιθώρια εξοικονομήσεων των λειτουργικών δαπανών, την αποτελεσματικότητα των κινήτρων για ηλεκτρονικές συναλλαγές και το ύψος του ρυθμού μεγέθυνσης», τονίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού.
«Η ορθή του εκτέλεση εξαρτάται από οικονομικές συμπεριφορές και συνθήκες που βρίσκονται σε μεγάλο βαθμό έξω από τον άμεσο έλεγχο των δημοσιονομικών αρχών. Συνεπώς, συνιστούμε επαγρύπνηση προκειμένου να διορθωθούν πιθανές αποκλίσεις», προσθέτει.
Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρά το γεγονός ότι κέρδισε εντυπώσεις στην έναρξη της θητείας της, ασκεί σε αρκετά επίπεδα πολιτικές δεν συνάδουν με τις υποσχέσεις για δίκαιες μεταρρυθμίσεις με στόχο την ανάπτυξη, αλλά, αντίθετα, απειλούν να οδηγήσουν τη χώρα και πάλι σε ένα φαύλο κύκλο κοινωνικής αδικίας και οικονομικής στασιμότητας.
*Μιχάλης Καρχιμάκης
Πρ. Υπουργός, μέλος του πολιτικού συμβουλίου του Κινήματος Αλλαγής,
Β΄ περιφέρεια Αθήνας, Δυτικός Τομέας.