Λάβαμε από τον κ. Δημήτρη Μπουρίκο μια μελέτη που αφορά τους Συγχρηματοδοτούμενους πόρους των Δήμων του Δυτικού Τομέα της Αθήνας, για την περίοδο 2000 – 2013.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ο μελετητής εμφανίζει, συνοδευόμενα και από σχετικούς πίνακες, ο Δήμος μας ενώ εμφάνιζε παλαιότερα υψηλή χρηματοδότηση, τα τελευταία χρόνια αυτό έχει αναστραφεί, με βάση αυτά που μας παρουσιάζει και αφορούν τις περιόδους 2000-2006 (ΚΠΣ ΙΙΙ) και 2007-2013 (ΕΣΠΑ).
Παρακάτω δημοσιεύουμε την μελέτη που λάβαμε:
Συγχρηματοδοτούμενοι πόροι (2000-2013) και Δυτικός Τομέας Αθηνών: Χωρικές και θεματικές όψεις
Δημήτρης Μπουρίκος
“Σε παλαιότερη έρευνά μας για τις ενδοπεριφερειακές ανισότητες στην Αττική, είχαμε αναδείξει τον κομβικό ρόλο συγκεκριμένων Δήμων ανά νομαρχιακό διαμέρισμα της Αττικής αλλά και μια σειρά «παραδόξων», όπως την υποχρηματοδότηση περιοχών με οξυμμένα οικονομικά, παραγωγικά και κοινωνικά προβλήματα. Η κατάσταση υποχρηματοδότησης των πιο αδύνατων περιοχών είχε αρνητικές δευτερογενείς συνέπειες στις ανισότητες μεταξύ των Δήμων της Αττικής και ως εκ τούτου τεκμηρίωνε το ρόλο των ευρωπαϊκών συγχρηματοδοτούμενων προγραμμάτων στην περαιτέρω ενίσχυση των χωρικών ανισοτήτων (http://www.ekdd.gr/ekdda/files/ergasies_esdd/19/3/1353.pdf).
Στην εδαφική περιφέρεια της τότε Νομαρχίας Αθηνών, επίσης, παρατηρούνταν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των Δήμων όσον αφορά τη χρηματοδότηση από το ΚΠΣ ΙΙΙ (2000-2006) με το Δήμο Αγίας Βαρβάρας να απολαμβάνει πενταπλάσια χρηματοδότηση (δείκτης εύνοιας=500%) από εκείνη που θα του αναλογούσε με μόνο το πληθυσμιακό κριτήριο και σε μεγάλη απόσταση από τους υπόλοιπους Δήμους του σημερινού Δυτικού Τομέα Αθηνών, όπως τον Δήμο Αιγάλεω που είχε το δεύτερο υψηλότερο δείκτη εύνοιας (βλ. ο.π., σελ. 43). Αντιθέτως, οι Δήμοι Περιστερίου, Ιλίου και Πετρούπολης απολάμβαναν χαμηλότερους έως εξαιρετικά περιορισμένους δείκτες εύνοιας, ουσιαστικά δηλ. αντιμετώπιζαν σημαντική υποχρηματοδότηση.
Αναλυτικότερα και έχοντας προσαρμόσει τα δεδομένα μας της περιόδων 2000-2006 (ΚΠΣ ΙΙΙ) και 2007-2013 (ΕΣΠΑ) μόνο για τους Δήμους του Δυτικού Τομέα Αθηνών, είμαστε σε θέση να διερευνήσουμε τόσο την ύπαρξη τυχόν αποκλίσεων μεταξύ των Δήμων της συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας αλλά και την δυναμική εξέλιξη του φαινομένου.
Ποια είναι, λοιπόν, η κατάσταση στην Περιφερειακή Ενότητα Δυτικού Τομέα Αθηνών στη βάση αξιοποίησης δεδομένων για τους συγχρηματοδοτούμενους πόρους την περίοδο 2000-2013;
Υπάρχουν αποκλίσεις και ανισότητες και εάν ναι, εμφανίζουν τάση παγίωσης ή ανατροπής; Ποιοι είναι οι «κερδισμένοι» και ποιοι οι «χαμένοι» χωρικά στην Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθηνών;
Σε επίπεδο Δήμων της Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθηνών, κατά την προγραμματική περίοδο 2000-2006, ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας συγκέντρωσε το υψηλότερο ποσό πόρων (15,4 εκατ. ευρώ) που αντιστοιχούσε στο 30% των συνολικών συγχρηματοδοτούμενων πόρων (ΚΠΣ ΙΙΙ) στο σύνολο της εν λόγω Π.Ε. Στη δεύτερη θέση, ακολουθούσε η περιοχή του σημερινού Δήμου Αγίων Αναργύρων – Καματερού, Αιγάλεω, Χαϊδάρι και Περιστέρι, ενώ πολύ χαμηλά μερίδια καταγράφονταν στους Δήμους Ιλίου και Πετρούπολης (βλ. Πίνακα 1).
Δεδομένων, όμως, των πληθυσμιακών αποκλίσεων, κατατάξαμε τους Δήμους της Π.Ε. Δυτικού Τομέα με βάση δυο δείκτες. Πρώτον, τον δείκτη μέσης δαπάνης συγχρηματοδοτούμενων έργων ανά μόνιμο κάτοικο και δεύτερον, τον δείκτη εύνοιας/επίδοσης, δηλ. τη σχέση χρηματοδοτικής/ πληθυσμιακής βαρύτητας σε επίπεδο Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθηνών. Σύμφωνα με τον πρώτο δείκτη (βλ. Διάγραμμα 1), ο Δήμος με την υψηλότερη σχετική τιμή και μάλιστα σε πολύ μεγάλη απόσταση, είναι ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας με 493 ευρώ ανά μόνιμο κάτοικο και ακολουθούν οι Δήμοι Αγίων Αναργύρων-Καματερού με 182 ευρώ, Χαϊδαρίου με 151 ευρώ και Αιγάλεω με 104 ευρώ.
Με βάση τον δείκτη εύνοιας/ επίδοσης στο χωρικό επίπεδο της Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθηνών, ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας εμφανίζει την υψηλότερη επίδοση στην περιοχή με δείκτη 472 (δηλαδή απέσπασε 472% των συγχρηματοδοτούμενων πόρων που θα αντιστοιχούσε την πληθυσμιακή βαρύτητά του), ακολουθούμενος από τους Δήμους Αγίων Αναργύρων- Καματερού, Χαϊδαρίου και Αιγάλεω που είχαν θετικό σχετικό δείκτη. Οι Δήμοι Περιστερίου, Ιλίου και Πετρούπολης, καταγράφουν τις χαμηλότερες τιμές στο σχετικό δείκτη, στοιχείο δηλωτικό της υπο-χρηματοδότησής τους σε σχέση με την πληθυσμιακή βαρύτητά τους στο σύνολο της περιοχής μελέτης (βλ. Διάγραμμα 2).
Την περίοδο 2007-2013, ο Δήμος με την υψηλότερη μέση δαπάνη συγχρηματοδοτούμενων έργων ανά μόνιμο κάτοικο, είναι ο Δήμος Αγίων Αναργύρων – Καματερού με 198 ευρώ ανά μόνιμο κάτοικο και ακολουθούν οι Δήμοι Χαϊδαρίου με 177 ευρώ, Αιγάλεω με 157 ευρώ και Αγίας Βαρβάρας με 140 ευρώ (βλ. Διάγραμμα 3 και Χάρτη 1).
Με κριτήριο την εύνοια/ επίδοση, την περίοδο 2007-2013, ο Δήμος Αγίων Αναργύρων – Καματερού κατέγραψε την υψηλότερη επίδοση στην περιοχή με δείκτη 190 (δηλ. απέσπασε 190% των συγχρηματοδοτούμενων πόρων που θα αντιστοιχούσε στην πληθυσμιακή βαρύτητά του), ακολουθούμενος από τον Δήμους Χαϊδαρίου, Αιγάλεω και Αγίας Βαρβάρας. Οι Δήμοι Πετρούπολης, Ιλίου και Περιστερίου κατέγραψαν αρνητικές επιδόσεις με βάση τον εν λόγω δείκτη, αφού απέσπασαν πόρους λιγότερους από αυτούς που θα αντιστοιχούσαν στην πληθυσμιακή βαρύτητά τους (βλ. Διάγραμμα 4 και Χάρτη 2).
Η συγκριτική εξέταση του δείκτη επίδοσης τις περιόδους 2000-2006 και 2007-2013, μας παρέχει μια εικόνα των μεταβολών της σχετικής θέσης των Δήμων της περιοχής. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλοι οι Δήμοι της Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθηνών, εκτός του Δήμου Αγίας Βαρβάρας, βελτίωσαν τη θέση τους με την υψηλότερη τιμή να κατέχει ο Δήμος Πετρούπολης (μεταβολή +226%), ακολουθούμενους από τους Δήμους Ιλίου και Αιγάλεω. Περιορισμένες βελτιώσεις κατέγραψαν οι Δήμοι Χαϊδαρίου, Περιστερίου και Αγίων Αναργύρων- Καματερού. Ο Δήμος Αγίας Βαρβάρας ήταν ο μοναδικός της περιοχής μελέτης με αρνητική μεταβολή (βλ. Διάγραμμα 5).
Συνολικά, την περίοδο 2007-2013 φαίνεται να έχει μειωθεί (συγκριτικά με την περίοδο 2000-2006) η έκταση της ανισότητας/απόκλισης μεταξύ των Δήμων ως προς την πρόσβαση σε συγχρηματοδοτημένους πόρους έργων στην Π.Ε. Δυτικού Τομέα Αθηνών. Η μεταβολή αυτή σχετίζεται με την εξαιρετικά σημαντική μείωση της σχετικής θέσης του Δήμου Αγίας Βαρβάρας (που συγκέντρωνε το 30% των συνολικών πόρων της περιοχής την περίοδο 2000-2006 έναντι 7% την περίοδο 2007-2013) και τη βελτίωση της σχετικής θέσης όλων των υπολοίπων Δήμων.
Όσον αφορά την ειδικότερη κατανομή των συγχρηματοδοτούμενων πόρων ανά τομέα πολιτικής στους Δήμους του Δυτικού Τομέα Αθηνών, φαίνεται ότι οι αναπλάσεις και η σχολική στέγη συγκεντρώνουν το 70% του συνόλου των πόρων (βλ. Διάγραμμα 6). Ακολουθούν οι τομείς της κοινωνικής μέριμνας (16%), του πολιτισμού (9%) και της οδοποιίας (3%), ενώ εξαιρετικά περιορισμένα είναι τα μερίδια πόρων για τους λοιπούς τομείς πολιτικής.
Δεδομένου ότι οι συγχρηματοδοτούμενοι πόροι δεν είναι η μοναδική πηγή χρηματοδότησης έργων των Δήμων, θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμο να εξεταστεί η αντίστοιχη κατανομή και θέση των Δήμων στο πλαίσιο εθνικών προγραμμάτων (εθνικό σκέλος ΠΔΕ) και να διερευνηθεί η ύπαρξη ανάλογων τάσεων. Ιδιαίτερα η συσχέτιση με οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες (πχ., ακραία φτώχεια, κοινωνικός αποκλεισμός, ύπαρξη ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, μακροχρόνια ανεργία) μπορεί να καταδείξει τυχόν «αναδιαμενητικό» ή «αντίστροφα αναδιανεμητικό» χαρακτήρα των εν λόγω χρηματοδοτήσεων σε επίπεδο Δήμων αλλά και τη στάθμιση δημογραφικών και κοινωνικοπολιτικών παραγόντων. Τέλος, η πρόσβαση σε συγχρηματοδοτούμενους πόρους σχετίζεται και με άλλους παράγοντες, όπως η διοικητική ικανότητα των ίδιων των Δήμων να ωριμάσουν σχετικές μελέτες και να προχωρήσουν στην υλοποίηση των έργων, η ευρύτερη άσκηση επιρροής για την κατανομή μεγάλων ή διαδημοτικών έργων, η ένταξη των συγκεκριμένων Δήμων σε ευρύτερες επενδυτικές επιλογές για έργα και υποδομές και η συνέργεια με άλλους δημόσιους φορείς”.
Δημήτρης Μπουρίκος
Ο Δημήτρης Μπουρίκος είναι Πολιτικός- Κοινωνικός Επιστήμονας, Απόφοιτος της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκηση. Έχει εργαστεί στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών ερευνών, ειδικότερα για θέματα πολιτικών ελίτ, κοινωνικής πρόνοιας, περιφερειακής κοινωνικής ανάπτυξης και περιφερειακής διοίκησης. Ερευνητικές εργασίες του έχουν δημοσιευτεί σε συλλογικούς τόμους και στην Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, την Συγκριτική & Διεθνή Εκπαιδευτική Επιθεώρηση, την Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, το Βήμα Διεθνών Σχέσεων και την Κοινωνική Εργασία.