«Η Αγία Βαρβάρα του 2020, όπως με ανοιχτά τα μάτια την ονειρευτήκαμε και η εμπνευσμένη και δημιουργική προσπάθεια εκατοντάδων ανθρώπων την καταξίωσε, τώρα κοντανασαίνει και οπισθοπατεί. Ήτανε το λαμπερό άστρο της Αττικής και τώρα μοιάζει με πρόωρα γερασμένη και ρυτιδιασμένη κόρη».
Έτσι μου την περιέγραψε ένας φίλος που έλειψε επτά χρόνια στον Καναδά και βρέθηκε μια βδομάδα καλοκαιριού στη γενέθλια πόλη του.
Περπατήσαμε μαζί μερικά βράδια στις άλλοτε ευωδιαστές ανθοστοιχίες των πεζόδρομων, των πλατειών και των αλσών. Ξεραμένο χώμα και χορταριασμένες τρύπες εκεί που έσφυζαν οι φουντωμένες ορτανσίες και οι κατακόκκινοι ιβίσκοι. Ξεστρατίσαμε πολλές φορές ν’ αποφύγουμε τους σωρούς τα σκουπίδια στους ξεχειλισμένους κάδους και τα χυμένα ανάκατα στους δρόμους και τα πεζοδρόμια.
Στην άλλοτε οργιαστική από δροσιά και μοσχοβολή περιοχή ΠΑΝΘΕΟΝ βρήκαμε λεηλατημένο τοπίο, δυσωδία και αποφορά, όπως και πολλά κεντρικά και απόμερα σημεία της πόλης.
Στην κεντρική πλατεία ακούγαμε τους χτύπους των βηματισμών μας, ξεκούρδιστους ήχους μιας πονεμένης μελωδίας. Έρημο, άχαρο, σκοτεινό τοπίο.
«Ξένος τόπος, σχεδόν εχθρικός. Με φοβίζει…», μου είπε ο φίλος μου.
Δεν υπήρχε πλέον το καθαρό νερό των συντριβανιών, που τιναζόταν ψηλά και πάφλαζε καθώς έπεφτε στις λίμνες, για να τον αποσπάσω. Του είπα στέρεψε το νερό για να μην αναγκασθώ να του δείξω την πραγματική εικόνα.
Συνεχίσαμε προς το αγαπημένο μας πρώτο δημοτικό.
Έφυγε, χωρίς να μάθει ότι η Αγία Βαρβάρα είναι κομμένη στη μέση, χωρίς συγκοινωνία, χωρίς πηδάλιο με όραμα και ευαισθησία, παραδομένη στην αυθαιρεσία και στην αναρχία και για πολλά άλλα.
Με ρώτησε καθώς αποχαιρετιόμασταν. Εσείς τι κάνετε; Τ’ αφήνετε έτσι; Χάσατε την ορμή σας, τα όνειρά σας θάμπωσαν;
Όχι, του απάντησα σιγανά, καθώς απομακρυνόταν. Ίσως δεν άκουσε. Άλλωστε δεν ήταν απάντηση που αφορούσε εκείνον, αφορούσε εμένα. Εμάς…