Σε πίεση νοικοκυριά και επιχειρήσεις από την επερχόμενη αύξηση επιτοκίων

Προ των πυλών βρίσκεται η επόμενη αύξηση κατά 0,5% των επιτοκίων του ευρώ, -όπως έχει ήδη προαναγγελθεί από την ίδια την Κριστίν Λαγκάρντ, με τις επίσημες ανακοινώσεις να αναμένονται από την ΕΚΤ στις 16 Μαρτίου- η οποία θα πιέσει ακόμη περισσότερο κυρίως τα εισοδήματα νοικοκυριών και επιχειρήσεων και λιγότερο τον δημόσιο δανεισμό.

Σε ό,τι αφορά τον δανεισμό του δημοσίου, οι όποιες αυξήσεις στις αποδόσεις που θα ακολουθήσουν την αύξηση των επιτοκίων του ευρώ, θα είναι σχεδόν “οριζόντιες” για όλη την Ευρωζώνη. Ωστόσο, από την αρχή του χρόνου τα ελληνικά ομόλογα διαπραγματεύονται με αποδόσεις χαμηλότερες από αυτές των αντίστοιχων ιταλικών. Στη μεγάλη εικόνα, η προοπτική για τα ελληνικά ομόλογα, σίγουρα δεν θεωρείται “ιδανική”. Ωστόσο, η προετοιμασία (over-hedging) που έχει γίνει από τα προηγούμενα χρόνια, το μικρό δανειακό πρόγραμμα των 7 δισ. ευρώ (από τα οποία τα 3,5 δισ. αντλήθηκαν τον Ιανουάριο μέσω της έκδοσης του 10ετούς ομολόγου) αλλά και το υψηλό ταμειακό απόθεμα που υπερβαίνει σήμερα τα 37 δισ. ευρώ, εγγυώνται ότι η αύξηση του κόστους δανεισμού θα είναι οριακή όσο και αν αυξηθούν τα επιτόκια της ΕΚΤ.

Περιβάλλον υψηλών επιτοκίων
Η πίεση θα υπάρξει κυρίως στην πραγματική οικονομία η οποία θα κληθεί να λειτουργήσει σε ένα περιβάλλον ακόμη υψηλότερων επιτοκίων. Από τα μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια στα οποία βρισκόταν η Ευρωζώνη από το 2012, μέσα σε λιγότερο από 9 μήνες και μετά την αύξηση κατά 0,5% στις 16 Μαρτίου, θα φτάσουν στο 3,5%. Ακόμη και αν η ΕΚΤ επανεξετάσει τη στάση της τον επόμενο μήνα, επιβραδύνοντας τις αυξήσεις επιτοκίων από το 0,5% στο 0,25% από τον Απρίλιο και μετά, στο τέλος του χρόνου θα πρέπει να περιμένουμε τα επιτόκια του ευρώ πάνω από το 4,25% – 4,5%. Τούτο δε, με άγνωστο ακόμη χρονικό ορίζοντα για την έναρξη της αποκλιμάκωσης τους. Αυτό θα ισχύει όσο ο πληθωρισμός στη ζώνη ευρώ, παρά την αποκλιμάκωση του στο 8,6% τον Ιανουάριο από 9,4% που είχε φτάσει τον Δεκέμβριο του 2022, απέχει από το 2% που έχει θέσει στόχο η ΕΚΤ.

Η παραμονή του πληθωρισμού σε υψηλά επίπεδα οδηγεί πολλούς από τους κεντρικούς τραπεζίτες του ΔΣ να επιμένουν σε μια σταθερή πορεία αύξησης των επιτοκίων, για όσο χρειαστεί.

Προς αυτή την κατεύθυνση δείχνουν πάντως τα σημερινά στοιχεία που ανακοινώθηκαν σε Γαλλία και Ισπανία τα οποία αποτυπώνουν απροσδόκητη επιτάχυνση της αύξησης των τιμών, πυροδοτώντας κατά συνέπεια τις ανησυχίες για συνέχιση της αύξησης των επιτοκίων και τους επόμενους μήνες. Ειδικότερα, ο δείκτης τιμών καταναλωτή στην Ισπανία συνέχισε στην ανοδική του πορεία κινούμενος στο 6,1% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση από το 5,9% που είχε προηγηθεί, την ώρα μάλιστα που οι αναλυτές περίμεναν να υποχωρήσει στο 5,7%. Παρόμοια ήταν η πορεία του δείκτη και στη Γαλλία, ο οποίος με νέα αύξηση επανήλθε στα υψηλά πολλών δεκαετιών που είχε καταγράψει τον Οκτώβριο. Συγκεκριμένα, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε με ρυθμό 6,2% τον Φεβρουάριο σε ετήσια βάση (σε εθνικά πρότυπα), επιταχύνοντας από την αύξηση 6% του Ιανουάριο, ενώ με βάση τις εκτιμήσεις αναμενόταν σταθεροποίηση στο 6%.

Οι επιπτώσεις
Οι επιπτώσεις που έχουν αρχίσει να εμφανίζονται από πέρσι το καλοκαίρι για την πραγματική οικονομία αναμένεται ότι θα ενταθούν. Η πίεση, ειδικά για τους ευάλωτους δανειολήπτες, κινητοποίησε το υπουργείο Οικονομικών από τον περασμένο Νοέμβριο. Μετά από παρέμβαση του υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα προς τις τράπεζες, επιτεύχθηκαν ευνοϊκές ρυθμίσεις για 30.000 οικονομικά ευάλωτους ενήμερους δανειολήπτες με στεγαστικά δάνεια σε κυμαινόμενο επιτόκιο.

Η ρύθμιση έγινε από πλευράς των τραπεζών με τη διευκρίνιση, όμως, από την ΤτΕ και τον SSM ότι οποιαδήποτε άλλη ρύθμιση θα επιδεινώσει την πορεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Πάντως, εκτός από τους οικονομικά ευάλωτους δανειολήπτες θα αρχίσουν να πιέζονται σταδιακά και οι υπόλοιποι, αφού εκτός από τις δόσεις δανείων που θα συνεχίσουν να αυξάνονται, θα έχουν να αντιμετωπίσουν και τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Παράλληλα, τα υψηλά επιτόκια των νέων δανείων θα αποθαρρύνουν όσους σχεδίαζαν να προχωρήσουν άμεσα σε αγορά πρώτης ή εξοχικής κατοικίας, επιβραδύνοντας τη συνολική πιστωτική επέκταση.

πηγή: Capital.gr – Του Τάσου Δασόπουλου