Μέσα στην πανδημία, η κυβέρνηση Μητσοτάκη πέτυχε ένα «θαύμα», που χωράει πολλή συζήτηση: μειώθηκε η ανεργία κατά 1%. Όμως, αμέσως μόλις άρχισε η έξοδος από την περίοδο της πανδημίας και της πρωτοφανούς οικονομικής κρίσης που προκάλεσε, η κυβέρνηση της Δεξιάς έδειξε την πραγματική της πολιτική κατεύθυνση. Εξαπέλυσε μια σφοδρή επίθεση στον κόσμο της εργασίας με το νομοσχέδιο Χατζηδάκη, αντί να δώσει προτεραιότητα σε πολιτικές που θα υποστηρίξουν την αγορά εργασίας και τους οικονομικά ασθενέστερους εργαζόμενους/ανέργους.
Αν προσπαθούσε να καταλάβει κάποιος τι συνέβη στην ελληνική οικονομία το 2020, γνωρίζοντας μόνο τα στοιχεία που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ για την ανεργία, ίσως να συμπέραινε ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε κρίση, αλλά η οικονομία συνέχισε ομαλά την πορεία της. Το ποσοστό της ανεργίας μειώθηκε από το 17,3% στο 16,3%, παρά τους δύο κύκλους περιοριστικών μέτρων, που διατάραξαν σοβαρά τη λειτουργία χιλιάδων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα σε κλάδους όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο, και παρά το γεγονός ότι το ΑΕΠ «γκρεμίσθηκε» κατά 8,2%.
Αυτό ήταν το «θαύμα» της κυβέρνησης Μητσοτάκη, που έχει δύο εξηγήσεις: η μία σχετίζεται με την οικονομική πολιτική που ακολουθήθηκε και η δεύτερη με τους κανόνες του ευρωπαϊκού στατιστικού μοντέλου και, ειδικότερα, με τον ορισμό του ανέργου:
– Στην πλευρά της οικονομικής πολιτικής, όπως είναι γνωστό, η κυβέρνηση εφάρμοσε μέτρα στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων, που κύριο στόχο είχαν τη διατήρηση των θέσεων εργασίας. Αναστολές συμβάσεων με πληρωμή μισθοδοσίας από το κράτος, το πρόγραμμα ΣΥΝ-ΕΡΓΑΣΙΑ, η επιβολή απαγόρευσης απολύσεων σε όσες επιχειρήσεις έλαβαν την επιστρεπτέα προκαταβολή ήταν ορισμένα από τα μέτρα που αξιοποιήθηκαν, με αρκετή επιτυχία, για να αποφευχθεί η απώλεια θέσεων εργασίας.
– Οι στατιστικοί κανόνες της Eurostat συνέβαλαν καθοριστική στην καταγραφή χαμηλών ποσοστών ανεργίας. Για παράδειγμα, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή σύμβασης εργασίας εξακολούθησαν να θεωρούνται απασχολούμενοι, όσον αφορά τη στατιστική καταγραφή τους, εάν η διάρκεια της αναστολής ήταν μικρότερη από 3 μήνες, ή αν λάμβαναν περισσότερο από το 50% των αποδοχών τους.
Πίσω από αυτή τη στατιστική βιτρίνα, βεβαίως, κρύβονται εκατοντάδες χιλιάδες ατομικά και οικογενειακά δράματα: εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης, με μια κρατική αποζημίωση μικρότερη από τον μισθό τους. Σύμφωνα με την Κομισιόν (10η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας), τον Μάρτιο του 2021 ο αριθμός των εργαζομένων σε αναστολή σύμβασης έφθανε τους 547.000 σε 128.400 επιχειρήσεις, τριπλάσιος σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2020. Επίσης, τεράστιος αριθμός ανθρώπων τέθηκαν εκτός εργατικού δυναμικού, καθώς δεν αναζήτησαν καν μια θέση εργασίας. Τον Φεβρουάριο του 2021, η ΕΛΣΤΑΤ κατέγραψε 3.465.570 μη ενεργούς πολίτες, με αύξηση κατά 181.586 άτομα σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2020.
Φθάνοντας στον Μάιο 2021, με τη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας, η αγορά εργασίας βρέθηκε σε ένα κομβικό σημείο: οι μόνιμες απώλειες θέσεων εργασίας σε πολύ μεγάλο βαθμό αποφεύχθηκαν, αλλά στην πραγματικότητα τα δύσκολα είναι μπροστά. Τα κρατικά προγράμματα στήριξης τελειώνουν και τους επόμενους μήνες θα αρχίσει να φαίνεται πραγματικά ποιες επιχειρήσεις μπορούν να κρατήσουν τις θέσεις εργασίας ή να τις αυξήσουν και ποιες βγαίνουν από αυτή την κρίση με μόνιμες ουλές και θα υποχρεωθούν να μειώσουν τις θέσεις εργασίας ή και να τις μηδενίσουν, επειδή θα οδηγηθούν στο «λουκέτο».
Σε αυτή τη δύσκολη στροφή, θα περίμενε κανείς να ακολουθήσει η κυβέρνηση μια πολιτική που θα υποστηρίξει τη δημιουργία θέσεων εργασίας ή την κατάρτιση σε νέες ειδικότητες εργαζομένων που θα υποχρεωθούν να αλλάξουν αντικείμενο εργασίας (π.χ. επειδή δεν θα μπορούν για τα επόμενα χρόνια να απορροφηθούν από τον τουριστικό τομέα). Θα περίμενε κανείς, επίσης, να δώσει η κυβέρνηση ιδιαίτερη έμφαση με νέα πρόγραμμα και αυξημένα κονδύλια στην υποστήριξη της ένταξης στην αγορά εργασίας των ασθενέστερων συμπολιτών μας, που λαμβάνουν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη περί, δήθεν, «προστασίας της εργασίας»
Η κυβέρνηση έστρεψε αλλού την προσοχή της, αμέσως μόλις έκανε η οικονομία τα πρώτα βήματα προς την εξομάλυνση. Έφερε στη βουλή το νομοσχέδιο Χατζηδάκη (με το ψευδεπίγραφο – οργουελικό θέμα «Για την προστασία της εργασίας»), μια θεσμική παρέμβαση ακραίας νεοφιλελεύθερης αντίληψης. Ένα νομοσχέδιο, που μοιάζει να αποτελεί μια προσπάθεια εκμετάλλευσης των ιδιαίτερων κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συνθηκών που δημιούργησε η πανδημία, για να διαλυθούν και οι τελευταίες προστατευτικές ρυθμίσεις για τους εργαζομένους και να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο απόλυτης κυριαρχίας και ασυδοσίας των εργοδοτών.
Η πολυσυζητημένη ρύθμιση για τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε μικρές επιχειρήσεις, χωρίς σωματεία, μέσω ατομικών συμβάσεων μετατρέπει το ωράριο σε «λάστιχο» και, σε συνδυασμό με τις νέες προτεινόμενες ρυθμίσεις για περισσότερες και φθηνότερες υπερωρίες οδηγούν, εκτός των άλλων, σε ένα αποτέλεσμα εντελώς αντίθετο από αυτό που θα έπρεπε να επιδιώκει η οικονομική πολιτική, ιδιαίτερα σε αυτή την φάση. Αντί να ενθαρρύνεται η δημιουργία θέσεων εργασίας, παρέχεται στους εργοδότες η δυνατότητα να εκμεταλλευθούν με πιο εντατικό και πιο ευέλικτο τρόπο το ήδη υφιστάμενο προσωπικό. Είναι δύσκολο να γίνουν υπολογισμοί, εκτιμάται όμως ότι δεκάδες χιλιάδες θέσεις δεν θα δημιουργηθούν, επειδή οι επιχειρήσεις θα χρησιμοποιήσουν τη νέα ευελιξία για να αποφύγουν τις προσλήψεις.
Για πολλές άλλες προτεινόμενες διατάξεις του νομοσχεδίου έχει γίνει αρκετή συζήτηση, υπάρχει όμως μία, που θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στο προσωπικό επιχειρήσεων με εποχικότητα, όπως αυτές του τουριστικού κλάδου. Με το νομοσχέδιο εισάγεται για πρώτη φορά η δυνατότητα να «συμφωνείται» ανάμεσα σε εργοδότη και εργαζόμενο άδεια άνευ αποδοχών έως και για ένα χρόνο. Στην εργασιακή πραγματικότητα, αυτό σημαίνει ότι ο εργοδότης, με ρητή ή «αιωρούμενη» απειλή απόλυσης, θα μπορεί να εξαναγκάζει τον εργαζόμενο για όσους μήνες κρίνει ότι δεν χρειάζεται τις υπηρεσίες του, να περνά σε καθεστώς άδειας, χωρίς αποδοχές και ασφαλιστικές εισφορές. Μεγάλος αριθμός εργαζομένων θα περνά σε ένα ιδιότυπο καθεστώς απασχόλησης – ζόμπι για πολλούς μήνες, όταν, για παράδειγμα, θα λήγει η περίοδος υψηλής τουριστικής κίνησης ή μια βιομηχανία θα έχει εποχική μείωση των εργασιών της. Σε αυτή την περίπτωση, ο εργαζόμενος δεν θα έχει άλλη επιλογή βιοπορισμού από την προσωρινή αναζήτηση κάποιας απασχόλησης στη «μαύρη» οικονομία, μέχρι να λήξει η άδεια άνευ αποδοχών.
Με το νομοσχέδιο επιχειρείται να ελαχιστοποιηθεί το κόστος των παράνομων απολύσεων, αφού οι εργοδότες θα πάψουν να έχουν την υποχρέωση επαναπρόσληψης όσων παράνομα απολύονται, μεταξύ άλλων και για την άσκηση του νόμιμου δικαιώματος της συνδικαλιστικής δράσης. Με μια μικρή, σχετικά, αποζημίωση και όχι με την πληρωμή μισθών υπερημερίας, ο εργοδότης θα μπορεί να «ξεφορτώνεται» οριστικά τον εργαζόμενο που απέλυσε παράνομα! Έτσι αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την «προστασία της εργασίας», προφανώς επειδή βλέπει τον εργασιακό χώρο μόνο από την οπτική γωνία του εργοδότη, στον οποίο θέλει να παραδώσει εργαζομένους πειθήνιους και έτοιμους να αποδεχθούν οποιαδήποτε «ελαστικότητα» και παραβίαση δικαιωμάτων.
Κάπως έτσι, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει διανύσει την απόσταση από την προστασία της εργασίας στη διάρκεια της πανδημίας με δημοσιονομικά μέτρα ως την ψευδεπίγραφη «προστασία της εργασίας» με τον νόμο Χατζηδάκη. Μέσα από αυτή τη σχετικά σύντομη διαδρομή, ακόμη και όσοι προοδευτικοί-κεντρώοι πολίτες παρασύρθηκαν από τις υποσχέσεις της Νέας Δημοκρατίας μπορούν πλέον να καταλάβουν ότι δεν παύει να αποτελεί μια εκδοχή σκληρής, νεοφιλελεύθερης Δεξιάς.
*Πρώην υπουργός, βουλευτής. Μέλος Πολιτικού Συμβουλίου ΚΙΝΑΛ. Β’ Αθηνών, Δυτικός Τομέας.