Διήγημα του Γιώργου Κ. Μπουγελέκα “ΥΠΟΤΡΟΦΙΑ”, από το βιβλίο του “διαβατήρια”

«Όσο αξίζεις εσύ κι η καρδιά σου η χρυσή, δεν αξίζουν μαζί ο ουρανός κι όλη η γη…».

Το τζουκ μποξ πίσω από την Αγία Ελεούσα στις δόξες του. Πέμπτη βράδυ και το ταβερνάκι του Χρήστου δεν είχε κόσμο. Δυο-τρεις παρέες και κανένας περαστικός, που θα έπαιρνε το σουβλάκι στο χέρι, όλη η πελατεία του. Μάης γλυκός ήταν. Οι μετεωρολόγοι μιλούσαν για πρώιμο καλοκαιράκι. Τα τραπεζάκια είχαν βγει κιόλας έξω.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ (ΚΡΗΣ), «ΟΙ ΔΥΟ ΦΙΛΟΙ» (παραπλεύρως)

Σε ένα από αυτά έκατσαν ο Κώστας κι ο Στέλιος. Φοιτητές από την Καλαμάτα. Συμμαθητές στο Γυμνάσιο, γείτονες και αχώριστοι φίλοι. Μαζί νοίκιασαν στην απομακρυσμένη συνοικία της Αθήνας το δυαράκι που έμεναν. Φτηνό ήταν, είχε και το αποχωρητήριο μέσα στο σπίτι. Μια χαρά.

«Όλα τα κομφόρ!» έλεγε ο σπιτονοικοκύρης με καμάρι.

Στη Φιλοσοφική ο πρώτος, γεωπόνος σπούδαζε ο δεύτερος.

Όμως αυτά που τους ένωναν ήταν πιο βαθιά από την καταγωγή και την παιδική τους ηλικία. Χρόνια συνεξόριστοι οι πατεράδες τους, και οι μάνες τους μαζί στα δύσκολα. Δεσμοί ακατάλυτοι.

Μπύρες και σουβλάκια παρήγγειλαν.

«Άλφα, κυρ Χρήστο», τόνισε ο Κώστας.

«Δεν έρχεστε πρώτη φορά!» απάντησε απότομα ο ταβερνιάρης και έφυγε μουρμουρίζοντας, αφού έβλεπε τις πωλήσεις της Φιξ να πέφτουν κατακόρυφα μετά τη συμμετοχή τού Γαρουφαλιά –γαμπρού του Φιξ– στις κυβερνήσεις των αποστατών. Όχι πως τον έκοφτε ο Γαρουφαλιάς, ο Νόβας, ο Μητσοτάκης και οι υπόλοιποι. Αυτός τη δουλειά του κοίταζε. Αλλά, ενώ η Φιξ τού έδινε όλο και μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους, σχεδόν ένα χρόνο μετά τα Ιουλιανά, ο κόσμος όλο και περισσότερο προτιμούσε τις άλλες μάρκες.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, «ΚΑΡΕΚΛΕΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑΚΙ ΣΕ ΚΑΛΑΜΙΕΣ», 1957

«Κι αυτοί πια οι Λαμπράκηδες τόσο φανατισμένοι με την Αποστασία!» σκέφθηκε.

Τόξερε για τους δύο Καλαματιανούς. Του τόχε σφυρίξει ο Αθανασόπουλος, σχεδόν επίσημος χαφιές του παραρτήματος της τοπικής Ασφάλειας.

«Μπορεί να μην πολυφαίνονται στην Αγία Βαρβάρα, όμως από το Σπουδαστικό μού έστειλε τα χαμπέρια τους ένα φιλαράκι μου από την Κατοχή –ήμασταν μαζί στα τάγματα– πως είναι, λέει, δραστήρια στελέχη. Πρωτοστατούν όχι μόνο στις φοιτητικές συνελεύσεις, αλλά και στις συμπλοκές με την ΕΚΟΦ και την αστυνομία. Άμα ακούσεις να κουβεντιάζουν τίποτα ενδιαφέρον, μη με ξεχάσεις», του τόνισε με νόημα.

Ο κυρ Χρήστος θύμωσε, αλλά δεν τόδειξε. Δεξιός ήταν, αλλά ρουφιάνος δεν θα γινόταν. Στο κάτω-κάτω μια χαρά παιδιά ήταν. Έρχονταν κάνα-δυο φορές την εβδομάδα. Έπιαναν το πιο απόμερο τραπεζάκι, έπιναν τα ποτήρια τους και κυρίως κουβέντιαζαν. Ασταμάτητα. Ήταν φορές μάλιστα που είχε την εντύπωση ότι διαφωνούσαν έντονα. Όμως όταν πλησίαζε με τους μεζέδες, ήταν αδύνατο, ακόμα κι αν το επεδίωκε, να καταλάβει τι έλεγαν. Καμιά φορά έβαζαν και κανένα τραγούδι στο τζουκ μποξ. Πάντα του Θεοδωράκη, και οπωσδήποτε το «Βράχο-βράχο τον καημό μου».

«Μου θυμίζει τον πατέρα μου, κυρ Χρήστο», τούλεγε ο Στέλιος.

«Καλαματιανός δεν είναι ο πατέρας σου;» ρωτούσε με απορία ο μαγαζάτορας.

«Καλαματιανός, αλλά έζησε πολλά χρόνια στα νησιά», συνέχιζε ο νέος. Ο κυρ Χρήστος δεν καταλάβαινε και σταματούσε την προσπάθεια.

***

«Διάβασες την τελευταία ανακοίνωση του Κεντρικού Συμβουλίου για τις υποτροφίες;» ρώτησε ο Στέλιος.

«Πήρα τη Δημοκρατική Αλλαγή. Είχε τελειώσει η Αυγή. Είχε βέβαια μια περίληψη, αλλά δεν βγάζεις νόημα».

«Απλά πράγματα, Κωστάκη μου. Όσοι φοιτητές αριστεύουν στις σπουδές τους θα παίρνουν υποτροφίες. Είτε για να τις ολοκληρώσουν είτε για να τις συνεχίσουν σε μεταπτυχιακό επίπεδο».

«Μα εδώ στην Ελλάδα δεν γίνονται μεταπτυχιακές σπουδές», απόρησε ο Κώστας.

«Για το εξωτερικό συζητάμε, φίλε!» απάντησε περήφανα ο Στέλιος.

«Τι λες!» έκανε έκπληκτος ο Κώστας.

«Κάτσε να σου διαβάσω την ανακοίνωση απ’ την εφημερίδα∙ την έχω μαζί μου: «To σχολικό και ακαδημαϊκό έτος πλησιάζουν προς το τέλος τους. Eκατοντάδες χιλιάδες νεανικά κεφάλια σκύβουν εντατικά πάνω από τα βιβλία, αφοσιωμένα στη μελέτη για τις εξετάσεις, που θα κλείσει τις επίμονες προσπάθειες της χρονιάς. Είναι γνωστές σε όλους οι αντιξοότητες μέσα στις οποίες ζει και σπουδάζει η νέα γενιά της πατρίδας μας. Τα εμπόδια που παρεμβάλλονται […] απαιτούν βαριές και πρόσθετες προσπάθειες από τους νέους, που δεν θέλουν να μείνουν κλεισμένοι στα ασφυκτικά πλαίσια μιας Παιδείας που είναι πίσω από τις παραδόσεις της χώρας μας, που υπήρξε κάποτε “φάρος” της οικουμένης […]. Θέλοντας να συμβάλει στην ανάπτυξη της άμιλλας για την κατάκτηση της μόρφωσης και πιστή στο διαπαιδαγωγητικό της ρόλο, η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη καθιερώνει μια σειρά βραβείων για τους αριστεύοντες πτυχιούχους των Ανωτάτων Σχολών. Υποτροφίες σε ιδρύματα και σχολές της πατρίδας μας καθώς και του εξωτερικού θα χορηγηθούν στους αριστεύσαντες, από επιτροπή εγκρίτων εκπαιδευτικών, υπό την εποπτεία της οποίας θα γίνει η βράβευση»[1], ολοκλήρωσε σχεδόν λαχανιασμένος ο Στέλιος.

«…».

«Τι έγινε, τι σκέφτεσαι; Μη μου πεις ότι δεν σου αρέσει αυτή η πρωτοβουλία, γιατί θα σου κόψω την καλημέρα. Καλή η κριτική, αλλά όταν γίνεται για να γίνεται καταντά εκνευριστική», επέμεινε ο Στέλιος.

«Γιατί να μου κόψεις την καλημέρα, βρε αδελφέ; Επειδή θέλω να μοιραστώ τους προβληματισμούς μου μαζί σου;»

«Τι προβληματισμούς έχεις για κάτι τόσο αξιέπαινο;» ξαναρώτησε ο αυριανός γεωπόνος.

«Άσε με να σου εξηγήσω. Πριν απ’ όλα θα ξεπεράσω τα περί “φάρου της οικουμένης”, που φλερτάρουν στα ίσια με τη Μεγάλη Ιδέα και τους απολογητές της… Ξέρεις ότι ενδιαφέρομαι για την κοινωνιολογία της εκπαίδευσης. Το τελευταίο μάλιστα διάστημα διάβασα κάποια άρθρα που βρήκα σε περιοδικά στην Ελληνοαμερικάνικη Ένωση. Εκεί, που κάνω μαθήματα για το Proficiency…»

«Πάλι από αμερικάνικα άρθρα επηρεάστηκες, ρε Κώστα;» παραπονέθηκε ο Στέλιος.

«Μη βιάζεσαι, γιατί θα εκτεθείς», προειδοποίησε ο αντιρρησίας και συνέχισε. «Στη βάση, όχι μόνο της απόφασης του Κεντρικού μας Συμβουλίου, αλλά και ολόκληρης της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης των Παπανδρέου-Παπανούτσου, που στηρίζουμε με νύχια και με δόντια, βρίσκεται ο αμερικανός ερευνητής της εκπαίδευσης Θήοντορ Σουλτς, ο οποίος εδώ και μια πενταετία έχει διατυπώσει την θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου».

«Δηλαδή;»

«Δηλαδή, δίνοντας τα κράτη την ευκαιρία στους ικανότερους να σπουδάσουν ενδυναμώνεται ουσιαστικά η οικονομική τους ανάπτυξη. Πρακτικά, Στέλιο, εδώ στην Ελλάδα ζητάμε για παράδειγμα μοναδικό κριτήριο επιλογής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση να είναι η αξιοσύνη του καθενός».

«Και ποιο είναι το πρόβλημα μ’ αυτή τη θεωρία; Πώς μπορώ να διαφωνήσω;»

«Στέλιο μου, καταρχάς γρήγορα ξέχασες πως είναι αμερικάνικη η θεωρία και στη συνέχεια θέλω την απάντησή σου στο ερώτημα ποιοι είναι ικανοί να σπουδάσουν».

«Γιατί, ρε Κώστα, δεν γίνεται να υπάρχει και κανένας προοδευτικός άνθρωπος εκειπέρα;»

«Καμία αντίρρηση. Εσύ όμως μου τα γυρίζεις και κυρίως δεν μου απαντάς», επέμεινε ο Κώστας.

«Να σου απαντήσω. Αυτοί που είναι διανοητικά ικανότεροι, που έχουν έφεση, ρε φίλε, για τα γράμματα. Και η απόφαση της ηγεσίας των Λαμπράκηδων κινείται σ’ αυτή την κατεύθυνση της άρσης όλων των εμποδίων προς τη μόρφωση, ιδίως των κοινωνικά αδικημένων ομάδων».

«Και οι λιγότερο ικανοί τι να κάνουν, Στέλιο μου;»

«Να οδηγηθούν προς την τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση… Κυρ Χρήστο, πιάσε και μια παγωμένη Άλφα καθώς θάρχεσαι…. Στέγνωσε το στόμα μου με την κουβενταρία», επανήλθε στον συνομιλητή του.

«Δηλαδή, στα σοβαρά τώρα, πιστεύεις ότι οι άνθρωποι διαιρούνται σε ικανούς και μη ικανούς για γράμματα;»

«Δεν είναι γεγονός ότι κάποιοι τα καταφέρνουν καλύτερα από άλλους;» απάντησε ο Στέλιος και συνέχισε: «Και να μην ξεχνάμε τις πολιτικές και οικονομικές συνθήκες της πατρίδας μας».

Η αλήθεια ήταν πως είχε κι αυτός τα δίκια του. Τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων λειτούργησαν επί σειρά ετών σαν ασφαλιστική δικλείδα στην πιθανή «κομμουνιστικήν διείσδυσιν εις τα πανεπιστήμια και εις τον κρατικόν μηχανισμόν», καθώς και ότι η καταβολή διδάκτρων σε όλες σχεδόν τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, μέχρι να έλθει η Ένωση Kέντρου στην κυβέρνηση και να καθιερώσει τη δωρεάν Παιδεία, δυσκόλευε την μαθησιακή πρόοδο των φτωχών μαθητών. Η Ελλάδα μόλις ξεπέρναγε τις συνέπειες του Εμφυλίου Πολέμου. Δεν έπρεπε ακόμα να υποτιμηθεί και η σημαντική κοινωνική κινητικότητα, που εκείνα τα χρόνια είχε παρατηρηθεί λόγω της μορφωτικής ανέλιξης παιδιών από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα.

«Επομένως», συνέχισε ο Στέλιος, «μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο η απόφαση της οργάνωσής μας να στηρίξει με όλους τους τρόπους όσους επιτυγχάνουν σε αντικειμενικές εξετάσεις είναι απόλυτα συμβατή και με την πολιτική στήριξη που η ΕΔΑ προσφέρει στην Εκπαιδευτική Μεταρρύθμιση του Παπανούτσου, αλλά και με την κοινωνική απαίτηση».

«Καταλαβαίνεις ότι δεν είναι δυνατόν να διαφωνήσω με την κάθε μορφής στήριξη των αδύνατων οικονομικά αριστούχων μαθητών ή φοιτητών, και φυσικά να μη σταθώ στο πλάι των συντρόφων μας που δυσκολεύεται η εξέλιξή τους από τα πιστοποιητικά της Ασφάλειας. Αυτά, Στέλιο μου, τα ζήσαμε και τα ζούμε στο πετσί μας. Αλλού έχω τις ενστάσεις μου».

«Δώσε μου να καταλάβω, ρε Κώστα».

«Τις προάλλες η Χρυσάννα εντόπισε στο Γαλλικό Ινστιτούτο μια μελέτη του γάλλου κοινωνιολόγου της εκπαίδευσης Πιέρ Μπουρντιέ με τον τίτλο Το συντηρητικό σχολείο. Δημοσιεύτηκε αυτό το μήνα στο Παρίσι. Τη μετέφρασε και μου την έδωσε. Συμπτωματικά την έχω μάλιστα εδώ, στην τσάντα μου».

«Αμάν, ρε Κώστα! Παίρνεις το λεωφορείο, κατεβαίνεις στην Ομόνοια, παίρνεις τον ηλεκτρικό να φθάσεις στη Νέα Ιωνία και όταν συναντήσεις τη φοιτητριούλα της Γαλλικής Φιλολογίας, για τον Μπουρντιέ μιλάτε; Ερωτευμένοι άνθρωποι, δεν έχετε τίποτε άλλο να πείτε;»

«Στέλιο, νομίζω ότι υπερβαίνεις τα εσκαμμένα».

«Σώπα, ρε φίλε. Ένα αστείο έκανα. Άλλωστε να ξέρεις στην Πορεία Ειρήνης όλοι σας καμαρώναμε, που σας βλέπαμε να βαδίζετε πιασμένοι από το χέρι. Το ωραιότερο ζευγάρι, λέγαμε».

«Μπορούμε να επανέλθουμε και να αφήσουμε τα κομπλιμέντα;»

«Εντάξει, συνέχισε», υποχώρησε ο Στέλιος.

«Αυτός λοιπόν ο γάλλος επιστήμονας παίρνει αποστάσεις από τη θεωρία του ανθρώπινου κεφαλαίου, και συγκεκριμένα από την έννοια του άριστου μαθητή, όπως αυτός αναδεικνύεται από τις δήθεν αντικειμενικές εξετάσεις των σχολείων και των πανεπιστημίων».

«Γιατί δήθεν, Κώστα μου; Εμείς δεν δώσαμε αντικειμενικές εξετάσεις για να μπούμε στις σχολές μας; Μας βοήθησε κανένας κερατάς; Εμπόδια μας έβαζαν και τρικλοποδιές».

«Συμφωνώ απόλυτα. Εμείς μάλιστα είμαστε διπλο- και τριπλο-εξετασμένοι. Αυτό πρεσβεύει και ο Μπουρντιέ. Και μπράβο μας! Όμως η έννοια της ισότητας, που στηρίζεται στη “φυσική” ανισότητα, κλονίστηκε και σήμερα πλέον έχει ανατραπεί πλήρως. Είναι κοινός τόπος ότι σε όλα τα σχολεία του κόσμου οι άριστοι μαθητές είναι κατά κανόνα γόνοι οικογενειών των ανώτερων κοινωνικά και μορφωτικά στρωμάτων, ενώ οι αδύνατοι μαθητές προέρχονται από τις εργατικές και αγροτικές οικογένειες. Λες κι η μορφωτική κληρονομιά είναι φυσικό χάρισμα».

«Νομίζω ότι τα παραλές τώρα. Και εμείς πως τα καταφέρνουμε και σπουδάζουμε; Κι όχι μόνο εμείς, μα και άλλα παιδιά από την ελληνική επαρχία; Πώς ανατρέψαμε τις τόσο φοβερές στατιστικές αναλύσεις του κυρίου Μπουρντιέ;»

«Πριν απ’ όλα, να σου πω ότι τέτοιες έρευνες δεν έχουν γίνει στην Ελλάδα. Στοιχεία δεν υπάρχουν. Το μόνο στοιχείο που εγώ έχω είναι μια έρευνα του γάλλου ανθρωπολόγου Μendras από το 1959: σε έξι χωριά της φτωχικής και αναλφάβητης τότε Ηπείρου φάνηκε ότι το 64% των αγροτών επιθυμούσαν να γίνουν τα παιδιά τους «“δάσκαλοι, παπάδες, αγρονόμοι, δικηγόροι, υπάλληλοι”».[2]

«Δεν παίζει ρόλο λοιπόν, βρε Κώστα, αυτή η τόσο έντονη επιθυμία των γονέων να μορφώσουν τα παιδιά τους για να ανέβουν κοινωνικά;»

«Τεράστιο, κι αυτό προσπαθώ να πω. Κάθε οικογένεια μεταδίδει, μέσα από ανεξερεύνητους ως τώρα δρόμους, ένα ορισμένο μορφωτικό κεφάλαιο. Το παιδί ενός αστού δηλαδή είναι πιο κοντά στη σχολική κουλτούρα από το παιδί ενός εργάτη ή αγρότη. Και αυτό, νομίζω ότι συμφωνείς, έχει μεγάλη σημασία».

«Κώστα, συμφωνώ, αλλά στο δικό μου ερώτημα δεν απάντησες: Εμείς ήμασταν πιο έξυπνοι από τους άλλους;»

«Έχω απαντήσει, αλλά φαίνεται ότι πρέπει να γίνω πιο σαφής. Ο λόγος που σπουδάσαμε δεν φαίνεται να είναι ακριβώς ο ίδιος, αλλά στην ουσία του είναι κοινός και για τους δυο μας».

«Μπες στην ουσία». Ο Στέλιος ανυπομονούσε.

«Οι γονείς μας ήταν συχωριανοί, αγρότες και συναγωνιστές. Ολιγογράμματοι άνθρωποι, δύο ή τρεις τάξεις θα πήγαν στο Δημοτικό. Μυήθηκαν στο ΕΑΜ και άρχισαν να διαβάζουν, με δυσκολία έστω, τις μπροσούρες του απελευθερωτικού μας κινήματος, Tι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ του Γληνού κ.λπ. Όταν όμως άρχισαν οι διώξεις και εξορίστηκε ο πατέρας σου, ποιος ήταν εκείνος που βοήθησε τη μάνα σου στα πάντα; Ποιος σε έπαιρνε κάθε βδομάδα στο σπίτι του για να διαβάσετε μαζί; Ποιος σε πήρε μαζί του στα δώδεκά σου στην Αθήνα, για να δεις την Ακρόπολη, να επισκεφθείς το Αρχαιολογικό Μουσείο, να παρακολουθήσεις στο Εθνικό τον Φιλάργυρο του Μολιέρου με τον Νέζερ; Ποιος σου χάρισε το πρώτο σου βιβλίο;»

«Η νονά μου, η παιδίατρος Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου», απάντησε με καμάρι και τρυφερότητα ο Στέλιος.

«Πολύ καλά», σημείωσε ικανοποιημένος ο φοιτητής της Φιλοσοφικής και συνέχισε: «Υπήρξε άραγε αντίστοιχο πρόσωπο στη δική μου ζωή;».

«Αυτό το ξέρει όλη η Καλαμάτα, ρε Κώστα. Μα φυσικά ο αδελφός του πατέρα σου, ο πιο επιτυχημένος δικηγόρος της πόλης. Ο θείος σου, ο Τάσος, στάθηκε στο πλάι σου σαν πατέρας».

«Για την κουβέντα μας το σημαντικό δεν είναι ότι πραγματικά μου συμπεριφέρθηκε σαν δεύτερος πατέρας μου, αλλά ότι ήταν εκείνος που όχι μόνο αντιπροσώπευε όλο το μορφωτικό κεφάλαιο του ευρύτερου οικογενειακού μας περιβάλλοντος, αλλά θέλησε να μου το μεταλαμπαδεύσει, και επιπλέον να με μυήσει στην ιδεολογία μας, όπως ακριβώς έκανε και η νονά σου. Και ας τον λένε κάποιοι “δηλωσία”, για κείνη την υπογραφή στη Μακρόνησο», είπε πικραμένος ο Κώστας.

«Άσε με, ρε φίλε. Εμείς ξέρουμε πιο καλά από αυτούς τους τάχα μου σκληρούς πως αν δεν είχαμε τους “δηλωσίες” της Μακρονήσου σήμερα δεν θα υπήρχε ΕΔΑ. Όμως έχει τόση σημασία η παρουσία αυτών των ανθρώπων στη ζωή μας;»

«Πολύ μεγάλη, Στέλιο μου! Για να στηρίξω τον ισχυρισμό μου, άσε με να σου διαβάσω μια πρόταση από το άρθρο που μετέφρασε η Χρυσάννα».

Άνοιξε την τσάντα του, έβγαλε ένα χειρόγραφο και άρχισε να διαβάζει. «Η παρουσία στο οικογενειακό περιβάλλον ακόμα και ενός συγγενούς που έχει κάνει ανώτατες σπουδές μαρτυρεί ότι οι οικογένειες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερη μορφωτική κατάσταση […] και […] έχουν συμπεριφορά διαφορετική από την υπόλοιπη ταξική τους κατηγορία απέναντι στην κοινωνική άνοδο και απέναντι στο σχολείο ως μέσο γι’ αυτή την άνοδο». [3]

«Νομίζω πως αρχίζω να σε καταλαβαίνω. Όμως η απόφασή μας να προχωρήσουμε στη χορήγηση υποτροφιών δεν ήταν λάθος;»

«Όχι βέβαια, Στέλιο μου. Είναι μέσα στα πλαίσια της γραμμής της ΕΔΑ, αλλά και μέσα στο κλίμα της εποχής μας και της κοινωνίας μας. Το μόνο που θέλησα σήμερα ήταν να σε κάνω να προβληματιστείς γύρω από αυτό το ζήτημα. Δεν πρέπει να νομίζουμε πως τέτοια μέτρα θεραπεύουν την επίδραση των πολιτισμικών διαφορών στις κοινωνικές, και επομένως στις εκπαιδευτικές ανισότητες. Εμείς τουλάχιστον πρέπει να έχουμε καθαρό στο μυαλό μας πως μόνο ένα άλλο σχολείο, του σεβασμού της όποιας διαφοράς και της απόφασης να οικοδομήσει τη νέα γνώση πάνω σε αυτήν που το παιδί ήδη μεταφέρει από το σπίτι του, είναι το σχολείο του αύριο».

«Και πώς θα γίνει πράξη αυτό το όραμα για ένα τέτοιο σχολείο;»

«Μα νομίζω με τη δική μας καθημερινή προσπάθεια, χωρίς να δέσουμε τα χέρια περιμένοντας τον Μεσσία, που θα μας οδηγήσει σε μια άλλη κοινωνία, της ισότητας με δημοκρατία και ελευθερία».

«Τώρα μάλιστα. Αρχίζω να ξαναβρίσκω τον φίλο μου», είπε ανακουφισμένος ο Στέλιος.

«Τι νόμισες, ρε πατριώτη;», απάντησε ο Κώστας. «Επειδή ανησυχούμε και προβληματιζόμαστε, έχουμε χάσει και την ταυτότητά μας;»

***

Ζήτησαν το λογαριασμό, σηκώθηκαν και άρχισαν νωχελικά να βαδίζουν προς το μικρό σπίτι που στέγαζε τον μόχθο των σπουδών τους και τα φτερουγίσματα των ονείρων τους. Η συζήτηση βέβαια δεν σταμάτησε. Ποτέ δεν σταματούσε.

Ακόμα κι ένα χρόνο αργότερα, όταν στο ξερονήσι που τους έστειλαν και το τραγούδι «Βράχο-βράχο τον καημό μου» είχε γίνει μέρος της καθημερινότητάς τους, ο Κώστας και ο Στέλιος συνέχιζαν να κουβεντιάζουν. Με δραματικά διαφορετικό προσανατολισμό και με φόντο πια το καταγάλανο Αιγαίο.

Ο Γιώργος Κ. Μπουγελέκας (gbougelekas@yahoo.com) είναι εκπαιδευτικός.

Το σχέδιο του εξωφύλλου είναι της Αμαλίας Φερεντίνου.