Εκείνο το πρωί, ο ήλιος έσκασε μύτη απ’ τον “Τρελό” με τα δόντια του να προεξέχουν. Τυλιγμένος με το παλτό του ο Παναγιώτης βιαζόταν να ξεφύγει απ’ τα υπόγεια του σταθμού. Δεν άντεχε το μαστίγωμα των τρομερών ρευμάτων των στοών. Ήθελε να βγει στο επίπεδο του δρόμου και γρήγορα να πάει στο γραφείο του, να πιει τον καφέ του, να ηρεμήσει, να σχεδιάσει την ημέρα του -να μπει, βρε αδερφέ, στη ρουτίνα του!
Ανεβαίνοντας τη σκάλα και κάνοντας την καθιερωμένη ολοκληρωτική στροφή προς τον δρόμο, που θα τον οδηγούσε στο γραφείο του, είδε τη διαφορά στη διάταξη της περιουσίας των αστέγων. Στην αριστερή, καθώς έβγαινε, πλευρά της μικρής αυτής στοάς, ένα νέο στρωσίδι είχε κάνει την εμφάνισή του, ισορροπώντας τον αριθμό των ναυάγιων της ζωής και από τις δύο μεριές του περάσματος των βιαστικών επιβατών του μετρό. Δεν ήταν μαζεμένο σε γιούκο, ήταν απλωμένο και εξαιρετικά καλοστρωμένο. Με τεντωμένες τις κουβέρτες του και όμορφα διπλωμένες τις γωνίες του υπερτερούσε αισθητικά των υπολοίπων. «Ο νοικοκύρης ακόμα και στον δρόμο ξεχωρίζει» σκέφτηκε. Όμως, εκείνο που τον έκανε να μείνει άφωνος ήταν αυτά που είδε να είναι αφημένα με τάξη στη κάτω πλευρά του στρωσιδιού: όμορφα τακτοποιημένα, ένα ζευγάρι τούρκικα πασουμάκια!
Ήταν γαλάζια, με γυριστή μυτούλα, στολισμένα με χάντρες και στρας και το πιο εντυπωσιακό ήταν πως οι δερμάτινες σόλες τους, όπως φαίνονταν στο γύρισμα της μύτης του πέλματος, ήταν ολοκαίνουριες. Εγκαταλελειμμένα με χάρη στην κίνηση της Αθηνάς, στην παγωνιά του χειμώνα, στη φρίκη μιας ζωής χωρίς ελπίδα, πάλευαν να δώσουν μιαν αίσθηση σπιτικής θαλπωρής στα στρωσίδια του πλακόστρωτου.
(Απόσπασμα από το διήγημα ” Στο δρόμο” της συλλογής διηγημάτων “Ονειρική παρανομία”, Εκδόσεις Ταξιδευτής )