Πώς ευνοεί τα ακριβά ακίνητα σε βάρος της μεσαίας τάξης – Το πρόβλημα με την εμπορικότητα των δρόμων και του συντελεστές παλαιότητας
Μπορεί ο ΕΝΦΙΑ να αυξάνεται ανάλογα με την αντικειμενική άξια της περιοχής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η επιβάρυνση μεγαλώνει αντίστοιχα για τα υψηλά εισοδήματα και τα ακριβά ακίνητα! Όπως αποδεικνύεται σε μελέτη της «Διανέοσις» το ύψος του βασικού φόρου (€ ανά τ.μ.) βαίνει αυξανόμενο όσο αυξάνουν οι τιμές ζώνης, αυτό όμως δεν εξασφαλίζει την προοδευτικότητα του φόρου σε σχέση με την αξία των ακινήτων!
Η στρέβλωση του συστήματος γίνεται κατανοητή με ένα παράδειγμα (βλ πίνακα) όπου λαμβάνεται υπόψιν ο βασικός φόρος που αναλογεί σε κατοικίες με εμβαδόν 100 τ.μ. Στην τελευταία στήλη του πίνακα παρατηρείται ότι ο φόρος ως ποσοστό της αξίας των ακινήτων είναι υψηλότερος στα ακίνητα που βρίσκονται στις «φτηνές» περιοχές, στις οποίες κατοικούν κατά τεκμήριο χαμηλής οικονομικής επιφάνειας νοικοκυριά. Έτσι, για παράδειγμα, ο «υπονοούμενος φορολογικός συντελεστής (implied tax rate)» είναι 0,4% στα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχές με τιμή ζώνης μέχρι €700, ενώ στα ακίνητα που βρίσκονται σε περιοχή με τιμή ζώνης €5.000 ο συντελεστής αυτός είναι 0,23%.
Αλλά και ως ποσοστό του εισοδήματος των φορολογούμενων, ο ΕΝΦΙΑ επιβαρύνει περισσότερο τους φορολογούμενους με χαμηλά εισοδήματα. Συγκεκριμένα, ο ΕΝΦΙΑ απορροφά κατά μέσο όρο το 15,5% του ετήσιου εισοδήματος των ιδιοκτητών ακινήτων με ετήσιο φορολογητέο εισόδημα έως €5.000. Το ποσοστό αυτό μειώνεται στο 3,1% στους ιδιοκτήτες ακινήτων με ετήσιο εισόδημα €5.001-10.000 και φτάνει το 0,4% στους φορολογούμενους που έχουν ετήσιο φορολογητέο εισόδημα πάνω από €100.000 (βλ. πίνακα). Έτσι, η επιβάρυνση από τον ΕΝΦΙΑ των φορολογούμενων με εισόδημα μέχρι €5.000 είναι υπερπενταπλάσια της φορολογικής επιβάρυνσης των φορολογούμενων με εισόδημα €5.001–10.000, σχεδόν οκταπλάσια αυτής των φορολογούμενων με ετήσιο εισόδημα €10.001-60.000 και 39 φορές μεγαλύτερη αυτών που έχουν εισόδημα πάνω από €100.000.
Οι στρεβλώσεις αυτές στον κύριο φόρο μπορεί σε αρκετές περιπτώσεις να εξαλείφονται αν συνυπολογιστεί ο συμπληρωματικός φόρος, αλλά, όπως τονίζει η «Διανέοσις» «η μέθοδος της διόρθωσης των λαθών ενός φόρου με την επιβολή ενός δεύτερου φόρου δεν αποτελεί γενικά ενδεδειγμένη λύση. Ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη περίπτωση, το εγχείρημα της επιβολής του συμπληρωματικού φόρου δεν μπορεί να θεωρηθεί ιδιαίτερα επιτυχές».
Οι αδικίες του ΕΝΦΙΑ δεν σταματούν εκεί! Σύμφωνα με την Διανέοσις «η πολυπλοκότητα του φόρου και ο εντελώς διαφορετικός τρόπος με τον οποίο φορολογούνται τα ακίνητα με τον ΕΝΦΙΑ σε σχέση με τους υπόλοιπους φόρους περιουσίας έχει κάνει ακόμη πιο πολύπλοκο το ήδη πολύπλοκο, δαπανηρό στη διαχείριση και δυσνόητο σύστημα. Έτσι, για παράδειγμα, ενώ για τον υπολογισμό των αντικειμενικών αξιών εφαρμόζεται «συντελεστής εμπορικότητας» των δρόμων στα οποία βρίσκονται τα επαγγελματικά ακίνητα, για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ δεν χρησιμοποιείται τέτοιος συντελεστής. Αλλά και οι συντελεστές παλαιότητας κτιρίου που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ διαφέρουν από τους συντελεστές παλαιότητας που εφαρμόζονται στη μέθοδο υπολογισμού των αντικειμενικών αξιών όχι μόνο όσον αφορά το ύψος τους, αλλά και ως προς τη φιλοσοφία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και με τους συντελεστές ορόφου, όπου και εδώ υπάρχουν διαφορές ανάμεσα σε αυτούς που εφαρμόζονται στον ΕΝΦΙΑ και σ’ αυτούς που εφαρμόζονται στη μέθοδο υπολογισμού των αντικειμενικών αξιών. Εντελώς διαφορετικά υπολογίζεται επίσης η φορολογική βάση και το αναλογούν ποσό για καταβολή στο Τέλος Ακίνητης Περιουσίας.
Αποτέλεσμα των διαφορών που προαναφέρθηκαν και γενικότερα της έλλειψης ενιαίας λογικής είναι το ίδιο ακίνητο να φορολογείται διαφορετικά, ανάλογα με την περίσταση, ως να μην αποτελούν οι ισχύοντες φόροι συνθετικά στοιχεία του ιδίου φορολογικού συστήματος».