Ο βασικός λόγος προτίμησης της λαϊκής σε σχέση με το σούπερ μάρκετ είναι η φρεσκάδα και η ποικιλία σε προϊόντα, ποιότητες και τιμές. «Μπαίνοντας στο σούπερ μάρκετ είναι μονόδρομος, ο καταναλωτής θα βρει δύο ποιότητες ντομάτες και τέρμα, και πολλά είναι έτοιμα πακεταρισμένα στο σελοφάν. Εδώ στη λαϊκή ο καταναλωτής θα βρει 20 πάγκους με ντομάτες, κάποια θα είναι από ελληνικό σπόρο, άλλη πιο σγουρή, άλλη πιο γυαλιστερή από το θερμοκήπιο,… αλλού κοιτάζει την ταμπέλα, σου λέει είναι από το Ναύπλιο, από τον τόπο του .…ενστικτωδώς αγοράζει, ρωτάει, δοκιμάζει, ενημερώνεται. Την άλλη εβδομάδα ξανάρχεται και δοκιμάζει κάτι άλλο με τον καιρό εκπαιδεύεται. Στο σούπερ μάρκετ θα ρωτήσεις ποτέ τον υπάλληλο;» λέει ο Βαγγέλης, παραγωγός από τα Μέγαρα.
Οι λαϊκές απευθύνονται σε όλες τις κοινωνικές ομάδες και βαλάντια. Το πρωί, με τα προϊόντα πρώτης διαλογής στους πάγκους, συναντά κανείς εκείνους κυρίως τους καταναλωτές που τους ενδιαφέρει η ποιότητα ανεξαρτήτως τιμής. Είναι γενικά παραδεκτό ότι η σχέση ποιότητας-τιμής υπερτερεί στη λαϊκή αγορά σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Καθώς η ώρα προχωρά, και οι τιμές πέφτουν στο ξεπούλημα της μέρας, συγκεντρώνονται κυρίως τα φτωχότερα εισοδηματικά στρώματα. «Τώρα με την κρίση, στις φτωχές συνοικίες ο περισσότερος κόσμος μαζεύεται το μεσημέρι ενώ όλο το πρωί καθόμαστε (…) βοηθάμε και μεις όσο μπορούμε, το βλέπουμε κάποιοι ζορίζονται, δεν τους βγαίνει ο λογαριασμός, ε… θα βάλουμε και κάτι παραπάνω στη σακούλα» λέει ο Νίκος, επαγγελματίας λιανοπωλητής.
Από την άλλη, ο καταναλωτής κτίζει σχέσεις εμπιστοσύνης με τον μανάβη του στη λαϊκή αγορά, καθώς συζητά, ενημερώνεται για τις ποικιλίες των οπωροκηπευτικών, τον τόπο προέλευσής τους, όπως και για τρόπους συντήρησης και μαγειρέματος. Κάποιοι πωλητές φέρνουν στον πάγκο τους μικρές παραγωγές ντόπιων ποικιλιών από αγρότες της περιοχής τους: φιρίκια Πηλίου, λεμόνια Πόρου, κοντούλες από την ορεινή Κορινθία κ.ά. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλουν, όχι μόνο στην επιβίωση μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων, αλλά και στη διατήρηση και διάδοση στο νεαρότερο καταναλωτικό κοινό παραδοσιακών, ντόπιων (και ελληνικών γενικότερα) ποικιλιών έναντι των εισαγόμενων και των υβριδικών. «Μυρώνια, καυκαλίθρες, αζούματα, πριν λίγα χρόνια δεν τα ήξεραν οι καταναλωτές. Τους έλεγα πάρτε βρε και βάλτε στις πίτες και θα με θυμηθείτε, στα χωριά αυτά μας έζησαν. Δειλά-δειλά κάποιοι αγόραζαν και τώρα δεν τους προλαβαίνω. Ειδικά οι νέες νοικοκυρές δεν τα ήξεραν γιατί έχουν χάσει το δέσιμο με το χωριό. Σιγά-σιγά μαθαίνουν και έρχονται πιο κοντά στη φύση» λέει ο Χρίστος, παραγωγός από τη Βοιωτία.
Δεν υφίσταται όμως μόνο η «εκπαίδευση» του καταναλωτή από τον παραγωγό, αλλά και το αντίστροφο, αναδεικνύοντας την κοινωνική δυναμική αυτής της «ζωντανής» σχέσης αλληλεπίδρασης.
Η λαϊκή αποτελεί ένα ζωντανό τόπο συνεύρεσης ατόμων, ετερόκλητων με μια πρώτη ματιά, που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές ομάδες: συγκάτοικοι της γειτονιάς που καλημερίζονται, πηγαδάκια αργόσχολων συνταξιούχων, βιαστικοί εργαζόμενοι, νοικοκυρές με στοχευμένο καλάθι για τον εβδομαδιαίο εφοδιασμό της οικογένειας, μοναχικοί ηλικιωμένοι που αγοράζουν τα απαραίτητα της λιτής τους δίαιτας, χαμηλο-εισοδηματίες και ευπορότεροι, γηγενείς και μετανάστες. Συνεκτικό στοιχείο η αναζήτηση φρέσκων, ποιοτικών και σε προσιτή τιμή τροφίμων, η κουβέντα με τον γείτονα, η σχέση με τον έμπορο, η «πολιτισμική εγγύτητα» – έστω και φαντασιακή – με τον τόπο παραγωγής και τον παραγωγό. Αντικατοπτρίζοντας ένα γνώριμο σημείο αναφοράς στις γειτονιές της πόλης, οι λαϊκές λειτουργούν επίσης – ιδιαίτερα τώρα την περίοδο της κρίσης – ως πεδίο πολιτικής έκφρασης των πολιτών, εκδήλωσης της «λαϊκής αγανάκτησης» και ενίοτε διακωμώδησης της πολιτικής σκηνής, αν όχι ως ένα ανέξοδο πολιτικό βαρόμετρο για τα ΜΜΕ, με αφορμή την ακρίβεια, τις περικοπές εισοδημάτων, τα κακώς κείμενα των πολιτικών, τη δύσκολη καθημερινότητα.
Μ. Πέτρου