“Εργασία, πανδημία και η νόσος των λύκων”, της Σταυρούλας Κοφινά

Μετά την καραντίνα και τον κίνδυνο για την υγείας μας, το πάγωμα της οικονομίας με το lock down, πυροδοτεί μια παλιά και γνώριμη νόσο από τον καιρό της οικονομικής ύφεσης. Εν όψει της αναστολής λειτουργίας χιλιάδων επιχειρήσεων και της απώλειας χιλιάδων επίσης θέσεων εργασίας, έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως κοινωνία εκ νέου τη νόσο των λύκων η οποία πλήττει αυστηρά και μόνο εργοδότες που επιλέγουν σε αυτή τη δύσκολη για όλους συγκυρία, την επίθεση και την καταχρηστική συμπεριφορά εις βάρος εργαζομένων και των δικαιωμάτων τους.

Στον ιδιωτικό τομέα, η εργασία τελεί ξανά σε σπανιότητα και η συζήτηση μαζί με το πως θα ανοίξουν οι επιχειρήσεις και τι προστατευτικά μέτρα θα τηρήσουν, περιλαμβάνει δυστυχώς και τη διαδικασία της επιλογής του προσωπικού που θα συνεχίσει να εργάζεται και αυτού που θα απολυθεί, εν όψει μείωσης της εργασίας και των εσόδων. Και μπορεί τα μέτρα υποστήριξης των εργαζομένων να υφίστανται αυτή τη χρονική στιγμή, ακολουθεί όμως ένας δύσκολος εργασιακός χειμώνας όπου η νόσος των λύκων θα πλήξει βαριά τους εργοδότες οι οποίοι αναμένεται να επιτεθούν σε σχηματισμό αγέλης, εκδιώκοντας τους περιττούς και εξαπολύοντας εργοδοτική αυθαιρεσία απέναντι στους λίγους που θα παραμείνουν σε εργασιακή σχέση.

Πολλοί ενδεχομένως να έχουν να αντιμετωπίσουν την διπλή οδύνη έχοντας “κατασπαραχθεί” ως εργαζόμενοι, άνεργοι πλέον, να νοσήσουν κιόλας σε μια αναμενόμενη, όπως δείχνουν τα πράγματα, αναζωπύρωση του ιού. Δεν αμφισβητεί κανείς ότι η υγειονομική κρίση πλήττει όλους και τους εργοδότες, όμως το ερώτημα είναι αν μπορεί έστω και με μεγάλη δυσκολία να επιμεριστεί πιό δίκαια το κόστος της, χωρίς να αποδομήσει για ακόμη μια φορά τόσο βίαια και ακραία τις εργασιακές σχέσεις, που τελούν ήδη σε αργή ανάρρωση από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση.

Στο Δημόσιο, νέες γενναίες προσλήψεις δεν έγιναν παρά μόνο στην Υγεία και η πανδημία διαχειρίστηκε στις υπόλοιπες ανάγκες της δημόσια λειτουργίας, από το υπάρχον ήδη λιγοστό ανθρώπινο δυναμικό.

Προτεραιότητα ήταν και παραμένει το Δημόσιο να μείνει λειτουργικό με κάθε κόστος και αυτό πραγματώθηκε μέσα από την κατάλυση κάθε γνώριμης σταθεράς: τρόπος, τόπος και χρόνος εργασίας, κατάτμηση εργασίας, αρμοδιότητες, καθήκοντα, διοικητική εποπτεία όλα έγιναν ρευστά. Η κατάλυση αυτή μπορεί να ήταν κοινωνικά χρήσιμη για τη διαχείριση της υγειονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης που δημιουργήθηκε, αμφίβολο όμως είναι το πως θα συνεχίσει και θα εξελιχθεί αυτή η νέα συνθήκη για τον εργαζόμενο κόσμο. Ο Δημόσιος Τομέας, υπήρξε πάντα το τελευταίο οχυρό για τα εργασιακά δικαιώματα στην Ελλάδα και εν μέσω πανδημίας φαίνεται να χάθηκε η πυξίδα καθώς κεκτημένα χρόνων έχουν πλήρως ανατραπεί. Για την εργοδοσία που θα πληγεί από τη νόσο των λύκων εδώ δεν υπάρχει το μέτρο της απόλυσης. Υπάρχει όμως η ηθική παρενόχληση εργαζομένων και η στοχευμένη και τεχνητή ανελαστικότητα, που εν μέσω γενικευμένης κατάλυσης κανόνων και ορίων εφαρμόζεται μέσα από καταχρηστική διαχείριση αδειών και ωραρίων, ανάθεση καθηκόντων που εντατικοποιούν ή καθιστούν επικίνδυνη την εργασία, εκπορευόμενα συχνά όχι από την ανάγκη της εργασίας καθεαυτής αλλά από την ποιότητα των διαπροσωπικών σχέσεων. Η δε ηλεκτρονική διακυβέρνηση που επιταχύνεται θεαματικά, ενδεχομένως να εκτιμηθεί ότι μειώνει τις ανάγκες για προσλήψεις στο δημόσιο, σε μια χρονική συγκυρία όπου η ανεργία επιταχύνει ξανά.

Αγκάθι και στους δύο τομείς η συμφιλίωση γονεϊκότητας και εργασίας στη μετά την καραντίνα εποχή, με κλειστά σχολεία, παιδικούς σταθμούς, παιδικές κατασκηνώσεις και αστικού τύπου camp δημιουργικής απασχόλησης. Ήδη η άδεια ειδικού σκοπού έχει πυροδοτήσει κοινωνικούς αυτοματισμούς μεταξύ των εργαζομένων και θεωρήθηκε προνόμιο αντί για αναγκαιότητα. Οι γονείς εξυπηρέτησαν τη αναστολή της διασποράς του ιού κρατώντας τα παιδιά τους στο σπίτι, έρχονται όμως για κείνους μεγάλα αδιέξοδα στη φροντίδα των παιδιών, δεδομένου ότι πολλοί γονείς δεν έχουν την ευκολία του παππού και της γιαγιάς και εξαρτώνται από υπηρεσίες παιδικές φροντίδας και εκπαίδευσης, προκειμένου τα παιδιά τους να είναι ασφαλή και προστατευμένα όσο εκείνοι εργάζονται. Και τα αδιέξοδα ενέχουν τον κίνδυνο λανθασμένων ή ακατάλληλων για τα παιδιά επιλογών, όπου η εργοδοσία είναι ανελαστική και η γονεϊκότητα δεν μπορέσει να συμφιλιωθεί με την αναγκαιότητα επιστροφής στην εργασία.

Σε μια εξιδανικευμένη θεώρηση της εργασιακής σχέσης, ο εργοδότης έχει ευθύνη όχι μόνο για τη κερδοφορία/βιωσιμότητα της επιχείρησης ή την επιτελικότητα του οργανισμού αλλά και για την ευημερία των υπαλλήλων του. Υπάρχει πάντα λοιπόν η ελπίδα οι υπεύθυνοι εργοδότες να μην νοσήσουν, να αναγνωρίσουν το έκτακτο της συνθήκης και την παροδικότητα και να επιδείξουν αλληλεγγύη προς τον εργαζόμενο κόσμο.

Ίσως να σεβαστούν τον άνθρωπο που ζει από τη δουλειά του, που προσέφερε εργασία πρώτης γραμμής ή μετόπισθεν εν μέσω καραντίνας, να αναγνωρίσουν τη συμβολή των εργαζόμενων γονιών στην καλή υγεία που απολαμβάνουμε όλοι σήμερα στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως η αναγνώριση της προσφοράς του εργαζομένου, είναι αξία που δύσκολα χωρά στις εργασιακές σχέσεις οι οποίες διακατέχονται από ορθολογισμό, υπολογισμό, ωφελιμισμό και επικυριαρχία του ισχυρότερου.

Η νόσος των λύκων, είναι παλιά γνώριμη στον κόσμο της εργασίας, μεταδίδεται επίσης εύκολα στην αγέλη των ομοτίμων και αναμένεται να έχει επίσης πολλά θύματα συν τω χρόνω. Μόνο που στην περίπτωση αυτής της νόσου, ο κύριος ασθενής νοσεί ασυμπτωματικός. Παραφράζοντας το σπουδαίο έργο του Αρθουρ Μίλερ, κρίση πάνω στην κρίση, αποδόμηση πάνω στην αποδόμηση, όλοι απεύχονται το θάνατο του υπαλληλάκου και την ταχεία του ανάρρωση από την εντατική.

Σταυρούλα Κοφινά
Κοινωνική Λειτουργός – Κοινωνική Επιστήμονας
Υποψήφια Διδάκτορας Πανεπιστημίου Πελοποννήσου