Νίκος Μπουντούκης: “Μόλις με ληστέψανε σε παράδρομο της πόλης μας”

Ο συμπολίτης μας Νίκος Μπουντούκης έπεσε θύμα ληστείας από τρία άτομα το μεσημέρι της Κυριακής 22 Σεπτεμβρίου, στην Άνω Αγία Βαρβάρα και με κείμενό του, μας μεταφέρει το συμβάν, όπως το βίωσε.

Πάντως η ανασφάλεια που νοιώθει ο κάθε κάτοικος της πόλης μας είναι στον υπερθετικό βαθμό.

Κάθε ημέρα διαρρήξεις, ληστείες, βία, ξυλοδαρμοί.

Είναι ένα σοβαρότατο ζήτημα για το οποίο η Δημοτική Αρχή πρέπει να ζητήσει άμεση παρέμβαση της Αστυνομίας.

Είναι θέμα που δεν έχει να κάνει με τα οικονομικά του Δήμου και δεν χωράνε δικαιολογίες του τύπου: “δεν έχω λεφτά δεν μπορώ”, “δεν έχω χρήματα δεν γίνεται”.

Είναι καθαρά πολιτική απόφαση η στήριξη της πόλης μας, από την Κυβέρνηση σε αυτό το θέμα, που πλέον οδηγείται σε “ζήτημα ζωής και θανάτου” και εδώ θα φανεί το πολιτικό μέγεθος του Δημάρχου κ. Λάμπρου Μίχου, ο οποίος στηρίχτηκε άλλωστε από τη Νέα Δημοκρατία στις πρόσφατες Δημοτικές Εκλογές, εάν θα υπάρξει αποτελεσματική ενίσχυση της Αστυνόμευσης στην πόλη μας και ανταπόκριση στις αιτιάσεις του.

Ελπίζουμε να εξαντλήσει την επιρροή του και να το καταφέρει για το καλό της πόλης μας.

ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΠΟΥΝΤΟΥΚΗ

Την οδυνηρή εμπειρία της ληστείας από συμμορία 3 ατόμων, που λυμαίνεται απ’ ότι έμαθα εκ των υστέρων την Αγία Βαρβάρα, χτυπώντας μέρα μεσημέρι σε σπίτια, μαγαζιά και μέσα στο δρόμο, βίωσα κυριακάτικα, γύρω στις δωδεκάμισι, γυρίζοντας από ένα ψιλικατζίδικο της περιοχής.

Αυτό που με εντυπωσίασε ήταν η πρωτοφανής θρασύτητα, ο τρόπος και το σχέδιο ενεργείας, αυτών των 3 ρομά, που όπως λέγεται από τους παθόντες, προέρχονται από τις βορειοδυτικές περιοχές του λεκανοπέδιου (Ζεφύρι, Άνω Λιόσια, Φυλή), κ.ά.

Η ληστεία έγινε σε μια σχετικά ερημική τοποθεσία του βουνού, στην προέκταση της Παπαδιαμάντη, που εφάπτεται του 5ου Δημοτικού, στο σημείο που κόβεται ο δρόμος από το μεγάλο σκάμμα, εντός του οποίου χτίστηκε το γήπεδο. Είχα πάει εκεί, για να δω αν υπάρχει πρόσβαση στους περιφραγμένους χώρους του γηπέδου, ώστε να κατεβαίνω και να κάνω τζόκινγκ.

Την ώρα που στεκόμουν στο χείλος του απότομου εδάφους, βλέπω τρία άτομα γύρω στα δεκαοκτώ, με κοντά μοντέρνα κουρέματα, έναν ψηλό και γεροδεμένο και δύο αμελητέους έναν ημίψηλο κι έναν μάλλον κοντό, να έρχονται κατά πάνω μου.

Αμέσως κατάλαβα περί τίνος πρόκειται. Μπρος γκρεμός και πίσω οι Ντάλτον, με τον Τζόε να έχει αυτονομηθεί από τη ροκ κομπανία, γιατί έχει συλληφθεί ή ακολουθεί σόλο καριέρα. Οι οικισμοί απέχουν από το συγκεκριμένο σημείο εκατό με εκατόν πενήντα μέτρα. «Θείο» μου λέει ο ημίψηλος, «έχεις να μου δώσεις ένα ευρώ».

Δεν του απαντώ και βαδίζω όχι για να ξεφύγω, αλλά για να απομακρυνθώ από το γκρεμνό για την περίπτωση που -μη γνωρίζοντας το που θα σταματούσαν-, θα επακολουθούσε πάλη. Αυτό ήταν καλό όχι μόνο για εμένα αλλά και γι’ αυτούς. Αυτός που ζητούσε το ευρώ, επιμένει για να μου αποσπάσει την προσοχή, ενώ οι άλλοι δυο -που ήδη ένιωθα τις ανάσες τους-, ορμούν ακαριαία από πίσω μου, με αρπάζουν από τα χέρια και με τη βοήθεια του ημίψηλου με ακινητοποιούν.

Ο ομαδικός χαρακτήρας της επίθεσης, οι γρήγορες κινήσεις, οι γερές και επιτήδειες λαβές που εφαρμόζουν για να με ακινητοποιήσουν, έδειχναν προπόνηση σε καναβάτσο (πως αλλιώς να τα πεις αυτά τα άντρα των πολεμικών τεχνών) ή προετοιμασία παραστρατιωτικής ή παρακρατικής οργάνωσης.

Όπως με κρατούσαν άρχισαν οι δύο να ψάχνουν με το ένα χέρι τις τσέπες μου, αποσπώντας μου 80 με 100 ευρώ. Το συνταρακτικότερο κι από το να σε ληστεύουν μέσα στο δρόμο, μέρα μεσημέρι, είναι εκείνα τα ατελείωτα δευτερόλεπτα που δεν ξέρεις αν θα αρκεστούν στα χρήματα ή είναι ικανοί για διαφόρων ειδών βιαιοπραγίες.

Αν οι προθέσεις τους ήταν βιαιότερες, πιστεύω ότι αυτό που με γλύτωσε είναι ότι δεν πρόβαλα ιδιαίτερη αντίσταση, παρ’ όλο ότι είχα κάποια περιθώρια να το κάνω. Όταν με ακινητοποίησαν προσπάθησαν να με γονατίσουν, χωρίς όμως να τα καταφέρουν, κι αυτό φαίνεται πως μάλλον το κατάλαβαν. Αν δε ήταν μόνο δύο, αυτός που ζήτησε το ένα ευρώ, θα είχε φάει μια γερή κλωτσιά στο στομάχι ή στα αχαμνά, με το που το ζήτησε. Διότι ο τρόπος που με ακολούθησαν και ήρθαν κατά πάνω μου εκεί στην άκρη του μικρού αλλά …αποτελεσματικού γκρεμού, δεν άφηνε κανένα περιθώριο να παρερμηνευτούν οι προθέσεις τους.

Στο τέλος μου φάνηκαν κι αυτοί κάπως τρομαγμένοι, όταν μου ζήτησαν να περιμένω εκεί και να μη δω το μέσο διαφυγής, που μάλλον ήταν ένα πρασινωπό αυτοκίνητο.

Όχι δεν μου φάνηκαν για πρεζόνια που μη ξέροντας τι κάνουν ορμούν στα τυφλά. Ήξεραν πολύ καλά τι κάνουν και γνώριζαν άριστα την περιοχή. Έχουν χτυπήσει κι άλλες φορές, πάντα μεσημέρι, τουλάχιστον δύο σπίτια, ένα μαγαζί, αλλά και μεμονωμένους πολίτες όπως εγώ σε απόμερα σημεία. Είχαν μάλιστα καταδιώξει έναν πατέρα με το μικρό γιό του, αλλά πρόλαβε να μπει στο αυτοκίνητο του. Αυτά στην Άνω Αγία Βαρβάρα, αφού οι επιθέσεις τους, στην κάτω πόλη, μπορεί να μετριούνται πλέον σε πολύ περισσότερες.

Το περίεργα της ιστορίας είναι πολλά και δεν εννοώ μόνο την εμμονή με την οποία ληστεύουν τον τελευταίο καιρό τις φτωχογειτονιές μας.

Πηγαίνοντας προς το γήπεδο είχα δει τον έναν απ’ αυτούς να ψιλοκρύβεται σε μια φυλλωσιά στον πεζόδρομο του ρέματος της Δούσμανη, πίσω από ένα σπίτι της Δεληγιάννη (Το 76Α που κατοικεί η οικογένεια Ντουνιώτη). Το μυαλό μου πήγε στην αναγνώριση εδάφους πριν τη μπούκα, αλλά τώρα που το ξανασκέφτομαι οι αόρατοι άλλοι δύο μπορεί να μου είχαν στήσει κι ενέδρα, αφού θα περνούσα από μπροστά τους. Περίεργο είναι ότι με ακολούθησαν ως την άκρη του δρόμου, όπου στάθηκα για μερικά λεπτά, ξέροντας ότι λίγο πιο πριν μπορεί να είχα πάρει και το μονοπάτι, και να μη με είχαν προλάβει.

Εκτός από την ενέδρα, η υψηλού επιπέδου ομαδική επίθεση για λιγοστά ή και κανένα ευρώ, με έχει προβληματίσει κυρίως, που δεν συνταιριάζει με τυφλή και τυχαία ενέργεια.