Έγιναν γνωστά τα πρώτα κρούσματα ιού Δυτικού Νείλου – Μέτρα προστασίας

Σε συναγερμό έχουν τεθεί οι υγειονομικές αρχές καθότι κατεγράφησαν από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) (πρώην ΚΕΕΛΠΝΟ) τα δύο πρώτα περιστατικά.

Οι επιστήμονες είναι καθησυχαστικοί καθώς πλέον ο ιός του Δυτικού Νείλου έχει «εγκατασταθεί» στην Ευρώπη και κάθε χρόνο εμφανίζονται και νέες περιπτώσεις μολύνσεων.

Ειδικότερα, με βάση την ενημέρωση από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) διαγνώσθηκαν στη χώρα μας τα πρώτα δύο εργαστηριακά επιβεβαιωμένα περιστατικά λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου για την περίοδο μετάδοσης 2019, το ένα στην Περιφερειακή Ενότητα (Π.Ε.) Πιερίας (Δήμο Κατερίνης) και το άλλο στην Π.Ε. Ξάνθης (Δήμο Τοπείρου).

Κρούσματα λοίμωξης από τον ιό του Δυτικού Νείλου σε ανθρώπους και ζώα καταγράφηκαν τα έτη 2010-2014 και 2017-2018, σε διάφορες περιοχές της χώρας μας, σε όλες σχεδόν τις Περιφέρειες. Αυτό υποδηλώνει ότι ο ιός του Δυτικού Νείλου έχει εγκατασταθεί στη χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

«Ως εκ τούτου, θεωρούνταν πιθανή και αναμενόμενη η επανεμφάνιση περιστατικών στη χώρα μας και κατά την τρέχουσα περίοδο 2019, κατά την περίοδο κυκλοφορίας των κουνουπιών, τόσο σε γνωστές όσο και σε νέες περιοχές» σημειώνουν οι ειδικοί επιστήμονες του ΕΟΔΥ.

Μάλιστα ο φορέας είχε ήδη ενημερώσει (τον Μάιο 2019) τους επαγγελματίες υγείας πανελλαδικά για την ανάγκη εγρήγορσής τους για την πρώιμη διάγνωση περιστατικών.

Να σημειώσουμε ότι ο ιός του Δυτικού Νείλου μεταδίδεται κυρίως με το τσίμπημα μολυσμένων «κοινών» κουνουπιών. Τα κουνούπια μολύνονται όταν τσιμπούν μολυσμένα πτηνά (ορισμένα είδη κυρίως άγριων πτηνών), που αποτελούν τη βασική δεξαμενή του ιού στη φύση. Οι άνθρωποι που έχουν μολυνθεί θεωρείται ότι δεν μεταδίδουν περαιτέρω τον ιό σε άλλα κουνούπια.

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων τα άτομα που μολύνονται από τον ιό δεν αρρωσταίνουν καθόλου ή έχουν ήπια συμπτωματολογία, ενώ πολύ λίγα άτομα (λιγότερα από 1%) εμφανίζουν σοβαρή νόσο που προσβάλλει το νευρικό σύστημα (εγκεφαλίτιδα, μηνιγγίτιδα ή παράλυση). Άτομα μεγαλύτερης ηλικίας (άνω των 50 ετών) κινδυνεύουν περισσότερο να αρρωστήσουν σοβαρά, καθώς και άτομα με ανοσοκαταστολή και χρόνια υποκείμενα νοσήματα.